Χρόνος ανάγνωσης για παιδιά: 11 λεπτά
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς που είχε μια πολύ όμορφη κόρη. Η βασιλοπούλα αυτή ήταν τόσο πεντάμορφη που καμιά δεν μπορούσε να την παραβγεί στην ομορφιά. Ήταν όμως και τόσο περήφανη που κανέναν απ’ όσους έρχονταν στο παλάτι και ζητούσαν να την παντρευτούν δεν τον θεωρούσε άξιό της. Τους έδιωχνε όλους και πολλές φορές τους περιφρονούσε και τους κορόιδευε άσχημα.
Μια μέρα, ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να γίνει μια μεγαλόπρεπη γιορτή και κάλεσε όλους τους νέους, μέσα κι έξω από το βασίλειο του, που θα ήθελαν να παντρευτούν την κόρη του. Οταν έφτασε η μέρα της γιορτής, όλοι πήραν θέση ανάλογα με την καταγωγή και τον τίτλο τους. Πρώτα οι βασιλιάδες, έπειτα ο πρίγκιπες και με τη σειρά οι δούκες, οι κόμητες και οι βαρώνοι. Η βασιλοπούλα πέρασε εμπρός απ’ όλους τους μνηστήρες μα σε όλους βρήκε κάποιο ελάττωμα!
Ο ένας της φαινόταν πολύ παχύς: «Αυτό το βαρέλι! Να μου λείπει!» είπε η βασιλοπούλα με κακία. Ο άλλος ήταν πολύ ψηλός: «Μακρύς και αδύνατος, να χαρεί τα χάλια του!» γκρίνιαξε. Ο τρίτος ήταν πολύ κοντός: «Κοντός και χοντρός, αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί» είπε γελώντας. Ο τέταρτος ήταν πολύ άσπρος: «Αυτός είναι χλωμός σαν νεκρός!», έλεγε. Ο πέμπτος ήταν πολύ κόκκινος: «Κόκκινος σα πατζάρι!» φώναξε. Ο έκτος έσκυβε λίγο: «Μα τί καμπούρης!» αναστέναξε.
Για όλους τους μνηστήρες, βρήκε κάποιον πικρό λόγο να πει. Μα πιο πολύ από όλους πείραξε έναν βασιλιά που στεκόταν στην πρώτη σειρά και του οποίου το πηγούνι του ήταν λίγο μακρύ. Μ’ αυτόν γέλασε πιο πολύ και αυτόν κορόιδεψε περισσότερο.
– Μπα, φώναξε, κοιτάξτε το μυτερό πηγούνι του. Ίδιο με το ράμφος της τσίχλας!
Όλοι γέλασαν και από τη στιγμή εκείνη του κόλλησαν το παρατσούκλι: «ο βασιλιάς με το μυτερό πηγούνι».
Όταν ο πατέρας της βασιλοπούλας είδε πως η κόρη του δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να κοροϊδεύει και να περιφρονεί όλα εκείνα τα παλικάρια που έτρεξαν και ήρθαν στο παλάτι, θύμωσε πάρα πολύ. Ορκίστηκε πως θα της έδινε για άντρα της τον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπούσε την πόρτα του παλατιού.
Ύστερα από μερικές μέρες, ένας περιπλανώμενος μουσικός ακούστηκε να τραγουδάει κάτω από τα παράθυρα του παλατιού ζητώντας ελεημοσύνη.
Τον άκουσε ο βασιλιάς και διέταξε:
– Αφήστε τον να περάσει μέσα.
Ο μουσικός , ντυμένος με βρώμικα κουρέλια, μπήκε μέσα στο παλάτι και τραγούδησε μπροστά στο βασιλιά και την κόρη του. Και όταν τελείωσε, ζήτησε ελεημοσύνη. Τότε ο βασιλιάς του είπε:
– Το τραγούδι σου μου άρεσε πάρα πολύ και γι‘ αυτό αποφάσισα να σου δώσω για γυναίκα σου την κόρη μου!
Μόλις το άκουσε αυτό, η βασιλοπούλα ένιωσε φρίκη και έβαλε τις φωνές αλλά ο βασιλιάς της είπε:
– Έκανα όρκο να σου δώσω για άντρα σου τον πρώτο ζητιάνο που θα ερχόταν. Θα κρατήσω το λόγο μου.
Όλα τα παρακάλια της πήγαν χαμένα. Ο γάμος της έγινε αμέσως, χωρίς γιορτές και πανηγύρια. Όταν τελείωσε η τελετή του γάμου, ο βασιλιάς είπε στην κόρη του:
– Τώρα που είσαι γυναίκα ενός ζητιάνου δεν μπορείς πια να μείνεις στο παλάτι. Πήγαινε να ζήσεις με τον άντρα σου.
Έτσι, ο ζητιάνος την πήρε από το χέρι κι έφυγαν. Η δύστυχη βασιλοπούλα ήταν υποχρεωμένη να περπατάει κι αυτή και να τον ακολουθεί.
Έφτασαν σ’ ένα μεγάλο δάσος και κάθισαν να ξεκουραστούν. Η κακομαθημένη βασιλοπούλα δεν είχε συνηθίσει να περπατάει και ήταν κατακουρασμένη. Το δάσος γύρω τους ήταν όμως πολύ όμορφο.
– Α, ποιανού είναι αυτό το όμορφο δάσος, ρώτησε η βασιλοπούλα τον άντρα της.
– Είναι του «βασιλιά με το μυτερό πηγούνι». Θα μπορούσε να είναι δικό σου αν καταδεχόσουν να γίνεις βασίλισσα του, της απάντησε εκείνος.
– Α, πόσο λυπημένη είμαι! Μακάρι να είχα δεχτεί να γίνω γυναίκα του.
Πέρασαν έπειτα από μια μεγάλη και πλούσια πόλη κι εκείνη ξαναρώτησε:
– Α, ποιανού είναι αυτή η θαυμάσια πόλη;
– Είναι κι αυτή του «βασιλιά με το μυτερό πηγούνι», της απάντησε πάλι ο ζητιάνος. Θα μπορούσε να είναι δική σου αν καταδεχόσουν να γίνεις βασίλισσά του.
– Α, πόσο ανόητη ήμουν! Μακάρι να είχα δεχτεί την καρδιά του βασιλιά.
– Δε μου αρέσει καθόλου, της είπε θυμωμένος ο μουσικός, να σ’ ακούω να λες ολοένα πως θα προτιμούσες άλλον άντρα από μένα. Αυτό με προσβάλλει. Δεν είμαι λοιπόν εγώ άξιος για σένα;
Τέλος, έφτασαν σε μια ελεεινή, άθλια καλύβα και η βασιλοπούλα αναστέναξε και είπε:
– Θεέ μου! Τι είναι αυτό; Τί σπίτι άθλιο κι ερημικό! Τι λέω; Ποτέ δεν είδα σπίτι τόσο φτωχικό!
Ο μουσικός της απάντησε:
– Αυτό είναι το σπίτι μου και το δικό σου. Σ’ αυτό θα ζήσουμε οι δυο μας.
Η πόρτα ήταν πολύ χαμηλή και η βασιλοπούλα έπρεπε να σκύψει πολύ για να περάσει.
– Πού είναι οι υπηρέτες; ρώτησε αμέσως.
– Υπηρέτες θέλεις; της είπε ο άντρας της. Εδώ δεν είναι το παλάτι του πατέρα σου. Όλες τις δουλειές θα τις κάνεις μόνη σου. Άναψε το τζάκι και βάλε πάνω την κατσαρόλα να μου ετοιμάσεις το βραδινό φαγητό. Είμαι πολύ κουρασμένος.
Μα η βασιλοπούλα ούτε ν’ ανάψει φωτιά ήξερε, ούτε να μαγειρέψει! Τί να κάνει ο ζητιάνος, για να μη μείνει νηστικός αναγκάστηκε να ετοιμάσει μόνος του το φαγητό τους.
Όταν τελείωσαν το φαί, πήγαν να κοιμηθούν. Την άλλη μέρα όμως ο ζητιάνος ξύπνησε τη βασιλοπούλα πολύ πρωί για να ετοιμάσει το νοικοκυριό. Έτσι πέρασαν μερικές μέρες ώσπου έφαγαν ό,τι είχαν στο καλυβάκι τους.
Και τότε της είπε ο ζητιάνος:
– Γυναίκα, αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί, θα πεινάσουμε. Δε μπορείς να ζεις χωρίς να δουλεύεις. Θα αρχίσεις να κάνεις καλάθια.
Βγήκε λοιπόν από το σπίτι κι έκοψε λίγα κλωνάρια από μια λυγαριά και τα έφερε στη γυναίκα του να φτιάξει καλάθια. Εκείνη άρχισε να πλέκει, μα η δουλειά ήταν σκληρή και τα κλωνάρια έκαναν τα τρυφερά της δάχτυλα να πονούν.
– Βλέπω πως δεν τα καταφέρνεις, είπε ο ζητιάνος. Καλύτερα είναι να γνέθεις. Ίσως να μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα καλύτερα.
Έτσι λοιπόν η βασιλοπούλα δοκίμασε κι αυτή τη δουλειά, μα η λεπτή κλωστή γρήγορα έκοψε τα τρυφερά της δάχτυλα και τα χέρια της γέμισαν αίματα.
– Βλέπεις; της είπε ο άντρας της. Μάλλον δεν είσαι άξια για τίποτα. Πολύ άσχημα έκανα που σε πήρα γυναίκα μου. Ας δοκιμάσουμε όμως και το εμπόριο. Θα κάθεσαι σε μια γωνιά στην αγορά και θα πουλάς πήλινα βάζα και πιάτα.
Αλίμονο, σκέφτηκε απελπισμένη η βασιλοπούλα. Αν έρθει κανείς από το βασίλειο του πατέρα μου και με δει να κάθομαι στην αγορά και να πουλάω τέτοια πράγματα, θα γίνω ρεζίλι. Μα τί να κάνει; Έπρεπε να υπακούσει, αλλιώς θα πέθαινε της πείνας.
Την πρώτη μέρα όλα πήγαν καλά. Οι άνθρωποι αγόραζαν πρόθυμα πήλινα βάζα από τη βασιλοπούλα, γιατί ήταν πολύ χαριτωμένη. Της πλήρωναν όσα ζητούσε και μάλιστα μερικοί πλήρωναν και της άφηναν και τα βάζα.
Έζησαν κάμποσες μέρες με τα χρήματα που κέρδισαν κι ύστερα ο άντρας της ετοίμασε καινούρια πιάτα και βάζα για πούλημα. Εκείνη πήγε στην αγορά, κάθισε σε μια γωνιά, έβγαλε το εμπόρευμά της, το τοποθέτησε προσεκτικά γύρω της κι άρχισε να διαλαλεί.
Ξαφνικά ένας αξιωματικός, καβάλα στο άλογό του, πέρασε με τόση ορμή μέσα από τα βάζα που τα έκανε χίλια κομμάτια. Η φτωχή βασιλοπούλα τρόμαξε, έμεινε ακίνητη στη θέση της κι έπειτα ξέσπασε σε κλάματα.
– Τί θα γίνω, Θεέ μου, έλεγε μέσα σε λυγμούς. Τί θα μου πει ο άντρας μου;
Μα τί να κάνει, σηκώθηκε, έτρεξε στο σπίτι της και είπε με κλάματα στον άντρα της το κακό που τη βρήκε.
– Μπράβο, εξυπνάδα που την έχεις να πας να καθίσεις στη γωνιά της αγοράς και να απλώσεις έτσι απροφύλακτα βάζα πήλινα, σταμνιά και πιάτα! Πάψε να κλαις! Βλέπω πως δεν είσαι άξια να κάνεις μια νοικοκυρεμένη δουλειά. Ήμουν σήμερα στο παλάτι του βασιλιά μας και ρώτησα μήπως χρειάζονται καμιά υπηρέτρια για την κουζίνα. Μου ζήτησαν να σε στείλω για να σε δοκιμάσουν. Ελπίζω τώρα πως θα βγάλεις το ψωμί σου.
Έτσι λοιπόν η κακομαθημένη βασιλοπούλα κατέληξε υπηρέτρια. Ήταν υποχρεωμένη να περιμένει να τελειώσει η μαγείρισσα για να κάνει ύστερα εκείνη όλες τις βαριές δουλειές, να πλύνει τα πιάτα, να καθαρίσει τις λεκάνες, να σφουγγαρίσει.
Μια μέρα, γινόταν στο παλάτι μεγάλη γιορτή. Παντρευόταν η δεύτερη κόρη του βασιλιά. Η φτωχή βασιλοπούλα πήγε και κρύφτηκε πίσω από τις βαριές βελούδινες κουρτίνες για να δει κι αυτή. Είδε τους προσκεκλημένους με τα λαμπρά τους φορέματα και τις ολόχρυσες στολές. Της φάνηκαν όλα τόσο ωραία. Με βαριά καρδιά συλλογίστηκε τη θλιβερή της μοίρα και επιτέλους κατάλαβε πόσο μεγάλο ήταν το φταίξιμό της. Η περηφάνια, είπε μέσα της, είναι φοβερό ελάττωμα. Ήξερε τώρα πως για όλα έφταιγε η κακοκεφαλιά της κι έκλαψε πικρά μετανιωμένη.
Ξαφνικά μπήκε στη μεγάλη αίθουσα ο γιος του βασιλιά. Ήταν ντυμένος στο μετάξι και στο βελούδο και στο λαιμό του φορούσε μια χρυσή αλυσίδα. Όταν είδε την όμορφη βασιλοπούλα να στέκεται μισοκρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες, την άρπαξε από το χέρι και θέλησε να χορέψει μαζί της. Μα εκείνη μαζεύτηκε ντροπιασμένη και προσπάθησε να ξεφύγει. Είχε αναγνωρίσει το βασιλόπουλο. Ήταν ο «βασιλιάς με το μυτερό πηγούνι».
Η βασιλοπούλα θυμήθηκε πως είχε κάποτε έρθει στο παλάτι του πατέρα της για να της ζητήσει να γίνει γυναίκα του. Του είχε φερθεί τότε με τέτοια περιφρόνηση που τώρα ντρεπόταν να τον αντικρύσει.
Μα η αντίστασή της ήταν ανώφελη. Το βασιλόπουλο την έσυρε μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Κι ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει, οι προσκεκλημένοι που την είδαν τόσο κακοντυμένη ξέσπασαν σε δυνατά γέλια. Η δύστυχη βασιλοπούλα ένιωσε τέτοια ντροπή που ευχήθηκε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Έτρεξε προς την πόρτα και θέλησε να φύγει και να κρυφτεί, μα στη σκάλα κάποιος τη σταμάτησε και την έφερε πίσω. Όταν σήκωσε τα μάτια της, είδε πως δεν ήταν άλλος από τον «βασιλιά με το μυτερό πηγούνι».
Της μίλησε με καλοσύνη κι ευγένεια και της είπε:
– Μη φοβάσαι. Εγώ και ο ζητιάνος που ζούσες μαζί του στην καλύβα είμαστε το ίδιο πρόσωπο. Για την αγάπη σου άλλαξα ρούχα κι έκανα πως είμαι φτωχός μουσικός. Εγώ ήμουν ο αξιωματικός που πέρασε με το άλογο του και σου έσπασε τα βάζα. Όλα αυτά τα έκανα για να λυγίσω την περηφάνια σου που σε έκανε να μου φερθείς τόσο άσχημα.
Εκείνη έκλαψε πικρά και μέσα στα αναφιλητά της έλεγε:
– Είμαι άθλια και δεν αξίζω να γίνω γυναίκα σου.
Το βασιλόπουλο της απάντησε:
– Όχι, μην κλαις, μη λυπάσαι πια. Πάνε εκείνες οι πικρές μέρες. Τώρα θα γιορτάσουμε τον αληθινό μας γάμο.
Πήραν τη βασιλοπούλα, την έντυσαν με πλούσια φορέματα, την ομορφοστόλισαν νυφούλα. Σε λίγο έφτασε και ο πατέρας της με όλη του την ακολουθία για το γάμο της κόρης του.
Κι από τότε άρχισε γι’ αυτή μια ζωή πραγματικά ευτυχισμένη. Μακάρι να μπορούσαμε να βρεθούμε στο παλάτι του «βασιλιά με το μυτερό πηγούνι» για να δούμε από κοντά τη χαρά και την ευτυχία τους…
Πληροφορίες για επιστημονική ανάλυση
Δείκτης | αξία |
---|---|
Δείκτης αναγνωσιμότητας από τον Björnsson | 35.9 |
Δείκτης Flesch-Reading-Ease | 24 |
Flesch – Kincaid Grade-Level | 12 |
Ευρετήριο Gunning Fog | 16.1 |
Δείκτης Coleman – Liau | 12 |
Ευρετήριο SMOG | 12 |
Αυτοματοποιημένος δείκτης αναγνωσιμότητας | 7.1 |
Αριθμός χαρακτήρων | 9.952 |
Αριθμός γραμμάτων | 7.964 |
Αριθμός ποινών | 135 |
Καταμέτρηση λέξεων | 1.679 |
Μέσες λέξεις ανά πρόταση | 12,44 |
Λέξεις με περισσότερα από 6 γράμματα | 394 |
Ποσοστό μακρύς λέξεων | 23.5% |
Αριθμός συλλαβών | 3.378 |
Μέσες συλλαβές ανά λέξη | 2,01 |
Λέξεις με τρεις συλλαβές | 468 |
Ποσοστό λέξεων με τρεις συλλαβές | 27.9% |