Χρόνος ανάγνωσης για παιδιά: 20 λεπτά
Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα βασίλειο ήταν ένα μεγαλόπρεπο παλάτι περιτριγυρισμένο από ένα μεγάλο δάσος. Το δάσος εκείνο ήταν γεμάτο κυνήγι.
Μια μέρα έστειλε ο βασιλιάς έναν από τους κυνηγούς του να του φέρει κυνήγι, μα ο κυνηγός δε γύρισε πίσω στο παλάτι.
– Ίσως να έπαθε κανένα ατύχημα, είπε ο βασιλιάς.
Την επόμενη μέρα έστειλε άλλους δύο κυνηγούς να τον βρουν μα ούτε αυτοί γύρισαν.
Την τρίτη μέρα ο βασιλιάς κάλεσε όλους του κυνηγούς του και τους είπε:
– Πηγαίνετε και ψάξτε καλά σ’ όλο το δάσος σπιθαμή με σπιθαμή, ώσπου να τους βρείτε.
Μα ούτε ένας απ’ όλους αυτούς ούτε και κανένα από τα κυνηγετικά σκυλιά που είχαν μαζί τους γύρισε πίσω.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά κανένας δεν τολμούσε να πάει στο δάσος. Και έτσι σιωπηλό, έρημο και αδιαπέραστο το δάσος απλωνόταν γύρω από το παλάτι. Και μόνο κανένας αετός ή κανένα γεράκι που περνούσε τυχαία από εκείνα τα μέρη τάραζε την απόλυτη ησυχία που βασίλευε στο δάσος.
Αυτό κράτησε κάμποσα χρόνια ώσπου μια μέρα ένας ξένος κυνηγός ζήτησε ακρόαση από το βασιλιά και προσφέρθηκε να πάει να ψάξει μέσα στο επικίνδυνο δάσος.
Ο βασιλιάς όμως δεν ήθελε να του δώσει την άδεια.
– Είναι πολύ επικίνδυνο, του είπε. Φοβάμαι πώς αν πας στο δάσος θα χαθείς κι εσύ όπως και τόσοι άλλοι πριν από σένα.
Ο ξένος κυνηγός απάντησε:
– Άφησε με να δοκιμάσω, βασιλιά μου, είμαι βέβαιος πως θα πετύχω. Δεν ξέρω τι θα πει φόβος.
Κι έτσι πήρε το σκύλο του και πήγε στο δάσος.
Ύστερα από λίγο ο σκύλος μυρίστηκε κάποιο ζώο και θέλησε να το κυνηγήσει μα μόλις έκανε μερικά βήματα βρέθηκε μπροστά σε μια μικρή βαθιά λίμνη. Την ίδια στιγμή ένα χέρι πρόβαλε από το νερό, άρπαξε τον σκύλο και τον έσυρε μέσα στη λίμνη!
Όταν ο ξένος κυνηγός το είδε αυτό, γύρισε πίσω στο παλάτι και έφερε μαζί του πολλούς ανθρώπους με μεγάλα δοχεία για να αδειάσουν τη λίμνη. Άδειαζαν, άδειαζαν και τελειωμό δεν είχε.
Και όταν έδωσε ο Θεός και έφτασαν στο βυθό, βρήκαν εκεί ένα μικρό σπιτάκι και μέσα στο σπιτάκι όλους τους χαμένους κυνηγούς του βασιλιά με τα σκυλιά τους. Τους είχε αρπάξει ο άνθρωπος της λίμνης, ο σιδερένιος Χανς. Άγρια ήταν τα μάτια του, το δέρμα του σκούρο, όπως το σκουριασμένο σίδερο, και τα μακριά μαλλιά του έφταναν ως τα πόδια του.
Ελευθέρωσαν τους κυνηγούς, έπιασαν έπειτα το Χανς, τον έδεσαν με χοντρά σκοινιά και τον έφεραν στο παλάτι. Όλοι αναστατώθηκαν όταν τον είδαν. Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να ετοιμάσουν ένα μεγάλο σιδερένιο κλουβί και να το στερεώσουν καλά στην αυλή. Εκεί έκλεισε τον Χανς και απαγόρεψε σε όλους να πλησιάσουν στο κλουβί ή να δοκιμάσουν να ανοίξουν την πόρτα του. Έδωσε κλειδί στη βασίλισσα να το φυλάξει και να μην το δώσει σε κανέναν χωρίς τη διαταγή του.
Από τότε όλοι μπορούσαν να πηγαίνουν στο δάσος χωρίς φόβο.
Ο βασιλιάς είχε όμως ένα μικρό γιο οκτώ χρονών. Μια μέρα που το αγοράκι έπαιζε στην αυλή, το χρυσό τόπι του έπεσε μέσα στο κλουβί. Το βασιλόπουλο έτρεξε κοντά και είπε στον Σιδερένιο Χάνς:
– Δώσε μου το τόπι μου.
– Όχι, δε θα σου το δώσω αν δε μου ανοίξεις την πόρτα, απάντησε ο Χανς.
– Δεν μπορώ να το κάνω αυτό, είπε το παιδί. Ο πατέρας μου το έχει απαγορέψει.
Και έτσι έφυγε χωρίς το τόπι του.
Την άλλη μέρα το παιδί ξαναήρθε και ζήτησε το τόπι του. Ο Χανς του είπε πάλι:
– Άνοιξε την πόρτα μου. Μόνο τότε θα σου το δώσω!
Και πάλι το μικρό βασιλόπουλο έφυγε χωρίς το τόπι του.
Την τρίτη μέρα ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι. Το παιδάκι ήρθε πάλι κοντά στο κλουβί και είπε:
– Ακόμη και αν ήθελα δε θα μπορούσε να ανοίξω την πόρτα. Δεν έχω το κλειδί.
– Βρίσκεται κάτω από το μαξιλάρι της μητέρας σου. Πήγαινε να το πάρεις, του απάντησε ο σιδερένιος άντρας.
Το αγοράκι, που ανυπομονούσε πολύ να πάρει πίσω το τόπι του, έδιωξε κάθε δισταγμό, και πήρε το κλειδί. Η πόρτα όμως δεν άνοιγε εύκολα και πληγώθηκαν τα δαχτυλάκια του για να την ανοίξει.
Μόλις άνοιξε η πόρτα ο Χανς βγήκε, έδωσε στο αγοράκι το τόπι του και ξεκίνησε να φύγει.
Το βασιλόπουλο τρόμαξε και άρχισε να κλαίει και να τον παρακαλεί να γυρίσει πίσω.
– Μη φεύγεις, του έλεγε. Θα με τιμωρήσει ο πατέρας μου!
Ο Χανς γύρισε πίσω, σήκωσε το παιδί, το έβαλε στους ώμους του και έτρεξε προς το δάσος.
Όταν ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι, είδε άδειο το κλουβί και ρώτησε τη βασίλισσα τι έγινε. Εκείνη δεν ήξερε τίποτα, πήγε να κοιτάξει για το κλειδί αλλά είχε εξαφανιστεί. Φώναξε το βασιλόπουλο μα δεν πήρε απάντηση.
Ο βασιλιάς έστειλε ανθρώπους να βρουν το γιό του αλλά το παιδί είχε χαθεί. Ο βασιλιάς δε δυσκολεύτηκε να μαντέψει τι είχε γίνει. Έκλαιγε και χτυπιόταν η βασίλισσα. Απαρηγόρητος ήταν ο βασιλιάς.
Όταν ο σιδερένιος Χανς προχώρησε βαθιά μέσα στο σκοτεινό δάσος, έφτασε μπροστά σε μια πηγή. Εκεί κατέβασε το βασιλόπουλο από τον ώμο του και του είπε:
– Μη φοβάσαι, θα σε κρατήσω κοντά μου γιατί με λυπήθηκες και με ελευθέρωσες. Αν κάνεις ό,τι σου πω θα είμαι καλός μαζί σου. Έχω θησαυρούς και χρυσάφι περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο.
Αφού είπε αυτά τα λόγια έκανε ένα κρεβάτι από χόρτα για το μικρό παιδί κι πάνω εκεί το έβαλε να κοιμηθεί. Το άλλο πρωί του είπε:
– Βλέπεις αυτή τη χρυσοπηγή; Το νερό της είναι καθαρό σαν κρύσταλλο. Θα καθίσεις κοντά και θα προσέχεις να μην πέσει τίποτα μέσα γιατί θα θολώσει τότε το νερό και θα πάψει να είναι καθαρό. Εγώ θα έρχομαι κάθε βράδυ να βλέπω αν έκανες ό,τι σου είπα.
Το αγοράκι κάθισε εκεί στην άκρη της πηγής και πρόσεχε. Που και που έβλεπε κανένα χρυσόψαρο ή κανένα χρυσό φίδι να τινάζεται μέσα στο νερό. Ήταν όμως πολύ προσεκτικό κι έτσι τίποτα δεν έπεφτε μέσα στο νερό.
Όπως καθόταν όμως πόνεσε ξαφνικά τόσο πολύ το δάχτυλό του που άθελά του το βούτηξε μέσα στο νερό. Τράβηξε απότομα το δάχτυλό του μα είδε πως είχε γίνει πια χρυσό. Προσπάθησε πολύ να το καθαρίσει μα δεν κατάφερε τίποτα.
Το βράδυ που ήρθε ο σιδερένιος Χανς κοίταξε το βασιλόπουλο στα μάτια και το ρώτησε:
– Τι έγινε σήμερα στην πηγή;
– Τίποτα, απάντησε το παιδί και έκρυψε το δάχτυλό του πίσω στην πλάτη του.
– Μην κρύβεις το δάχτυλό σου, του είπε αυστηρά ο Χανς. Ξέρω τι έκανες. Βούτηξες το δάχτυλό σου μέσα στο νερό. Και δε φτάνει αυτό, παρά μου λες ψέματα! Αυτή τη φορά σε συγχωρώ. Φρόντισε όμως να μην ξανασυμβεί τέτοιο πράγμα.
Την άλλη μέρα πολύ πρωί το αγόρι κάθισε πάλι κοντά στην πηγή για να μην πέσει τίποτα μέσα. Το δάχτυλό του όμως τον πονούσε ακόμη και για να ελαφρώσει τον πόνο του σήκωσε ψηλά το χέρι του και το ακούμπησε πάνω στο κεφάλι του. Αλλά για κακή του τύχη, μια τρίχα από τα μαλλιά του έπεσε μέσα στην πηγή. Χωρίς να χάσει καιρό, την έβγαλε έξω μα η τρίχα είχε γίνει κιόλας χρυσή.
Όταν ο σιδερένιος Χανς ήρθε το βράδυ ήξερε πολύ καλά τι είχε γίνει.
– Άφησες να πέσει στο νερό μια τρίχα από τα μαλλιά σου, του είπε. Θα σε συγχωρήσω πάλι, μα αν γίνει και τρίτη φορά το νερό θα μολυνθεί για πάντα και τότε δεν μπορείς πια να μείνεις μαζί μου.
Την άλλη μέρα το αγόρι κάθισε πάλι κοντά στην πηγή και πρόσεχε πάρα πολύ να μην κουνήσει το δάχτυλό του όσο κι αν τον πονούσε. Για να περνάει η ώρα, έβλεπε το πρόσωπό του που καθρεφτιζόταν μέσα στο νερό της πηγής. Κάποια στιγμή ήθελε να κοιτάξει τα μάτια του στον καθρέφτη του νερού μα χωρίς να το θέλει έσκυψε περισσότερο και τα μαλλιά του που ήταν μακριά γλίστρησαν κι έπεσαν στο νερό. Ευθύς πετάχτηκε όρθιος μα ήταν πια αργά. Τα μαλλιά του είχαν γίνει ολόχρυσα κι άστραφταν σαν τον ήλιο. Μπορείτε να φανταστείτε τον τρόμο του καημένου αγοριού. Έβγαλε το μαντίλι του και το έδεσε γύρω από το κεφάλι του, για να μην μπορεί να δει τα χρυσά μαλλιά ο σιδερένιος Χανς. Εκείνος όμως τα ήξερε όλα και όταν ήρθε το βράδυ του είπε:
– Βγάλε το μαντίλι από το κεφάλι σου.
Και τότε ξεχύθηκαν τα χρυσά μαλλιά.
Άδικα το αγόρι ζητούσε να το συγχωρήσει.
– Απέτυχες στη δοκιμασία μου και δεν μπορείς πια να μείνεις εδώ. Πρέπει να φύγεις μακριά και εκεί θα μάθεις τι σημαίνει φτώχεια. Μα επειδή έχεις καλή καρδιά και σε συμπαθώ, θα σου υποσχεθώ κάτι. Άμα βρεθείς σε μεγάλη ανάγκη, πήγαινε στο δάσος και φώναξε τρεις φορές: «Σιδερένιε Χανς» και θα έρθω να σε βοηθήσω. Η δύναμη μου είναι μεγάλη, μεγαλύτερη από όση φαντάζεσαι. Και μπορούσα να είχα σπάσει το κλουβί που με είχε κλειδώσει ο πατέρας σου. Μα για να λυθούν τα μάγια, έπρεπε ένα αθώο καλόκαρδο παιδάκι, όπως εσύ, να με ελευθερώσει.
Έτσι το αγόρι έφυγε και έπειτα από κάμποσο καιρό, αφού πέρασε βουνά και λαγκάδια έφτασε σε μια μεγάλη πόλη. Εκεί προσπάθησε να βρει κάποια δουλειά μα δεν το κατάφερε. Δεν είχε μάθει άλλωστε ποτέ του καμιά τέχνη.
Τέλος πήγε στο παλάτι και ρώτησε αν ήθελαν να τον προσλάβουν στην υπηρεσία του βασιλιά. Ο αυλάρχης του βασιλιά εκείνου δεν ήξερε σε τι θα μπορούσε να τον χρησιμοποιήσει μα επειδή του άρεσε πολύ η εμφάνισή του, είπε στο μάγειρα να του δώσει κάποια δουλειά. Ο μάγειρας του είπε να φέρνει ξύλα, να κουβαλάει νερό και να σκουπίζει τις στάχτες από το τζάκι.
Μια μέρα, επειδή έτυχε να μην είναι στην κουζίνα κανείς άλλος, ο μάγειρας είπε στο αγόρι να πάει τα φαγητά στο βασιλικό τραπέζι. Επειδή όμως το αγόρι δεν ήθελε να φανούν τα χρυσά του μαλλιά, όταν μπήκε στην τραπεζαρία, δεν έβγαλε το σκούφο από το κεφάλι του. Μα τέτοιο πράγμα δεν είχε ξαναγίνει ποτέ μπροστά στο βασιλιά. Θύμωσε πολύ ο βασιλιάς και του είπε:
– Όταν παρουσιάζεσαι στο βασιλιά, πρέπει να βγάζεις το καπέλο σου.
– Αλίμονο, Κύριε, του απάντησε, δεν μπορώ να το βγάλω. Έχω μια άσχημη πληγή στο κεφάλι μου.
Κάλεσε τότε ο βασιλιάς τον μάγειρα και τον μάλωσε γιατί κρατούσε στην υπηρεσία του ένα τέτοιο παιδί.
– Να το διώξεις αμέσως! του είπε.
Μα ο μάγειρας το λυπήθηκε και παρακάλεσε τον κηπουρό να το πάρει βοηθό του.
Τώρα το αγόρι ήταν υποχρεωμένο να σκάβει, να σκαλίζει και να ποτίζει από το πρωί ως το βράδυ.
Μια μέρα, το καλοκαίρι, στον κήπο που δούλευε, άναψε από τη ζέστη και έβγαλε στο σκούφο του για να πάρει λίγο αέρα το κεφάλι του.
Μόλις όμως ο ήλιος έπεσε στα χρυσά μαλλιά του, ακτινοβόλησαν και η λάμψη τους έφτασε ως το παράθυρο της βασιλοπούλας και πέρασε μέσα στο δωμάτιό της.
Εκείνη πετάχτηκε όρθια για να δει τι ήταν αυτό που έλαμπε τόσο. Κάτω στον κήπο, είδε το αγόρι με τα ολόχρυσα μαλλιά και του φώναξε να της φέρει ένα μπουκέτο λουλούδια.
Το αγόρι φόρεσε βιαστικά το σκούφο του, μάζεψε πολλά αγριολούλουδα κι έκανε μια όμορφη ανθοδέσμη.
Την ώρα που πήγαινε τα λουλούδια στη βασιλοπούλα, τον συνάντησε ο κηπουρός. Όταν είδε την ανθοδέσμη του είπε:
– Παλάβωσες και πας αυτά τα λουλούδια στη βασιλοπούλα; Πήγαινε αμέσως να κόψεις τα καλύτερα και τα πιο σπάνια τριαντάφυλλα.
– Ω, όχι, είπε το αγόρι, τα αγριολούλουδα έχουν πολύ πιο γλυκιά μυρωδιά και είναι από τα καλύτερα λουλούδια του κήπου. Είμαι βέβαιος πως θα αρέσουν στη βασιλοπούλα περισσότερο.
Μόλις μπήκε στο δωμάτιο η κόρη του βασιλιά του είπε:
– Βγάλε το σκουφί σου. Δεν είναι σωστό να το φοράς μπροστά μου.
– Δεν μπορώ να το βγάλω, της απάντησε το αγόρι, γιατί έχω μια κακή πληγή στο κεφάλι μου.
Η βασιλοπούλα όμως άρπαξε το σκούφο, τον τράβηξε και τα ολόχρυσα μαλλιά ξεχύθηκαν στους ώμους του. Θέλησε το αγόρι να φύγει, μα η βασιλοπούλα τον κράτησε από το χέρι, του είπε πως είναι πολύ όμορφα τα χρυσά μαλλιά του και του παράγγειλε κάθε πρωί να της πηγαίνει ένα μπουκέτο λουλούδια.
Έτσι έγινε. Το αγόρι ετοίμαζε κάθε πρωί την ανθοδέσμη και την πήγαινε στη βασιλοπούλα που καμάρωνε τα ολόχρυσα μαλλιά του.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και κηρύχτηκε πόλεμος. Ο βασιλιάς μάζεψε όλο το στρατό του. Δεν ήταν βέβαιος όμως ότι θα νικούσε γιατί και ο εχθρός του είχε ισχυρό στρατό και ήταν πολύ δυνατός.
Το νεαρό αγόρι πήγε στον κηπουρό και του είπε:
– Θέλω κι εγώ να πολεμήσω. Πες, σε παρακαλώ, να μου δώσουν και εμένα ένα άλογο και να με πάρουν μαζί τους.
Ο κηπουρός γέλασε και του είπε:
– Είσαι πολύ μικρός ακόμη.
Μα ο νεαρός τον παρακαλούσε πολύ και ο κηπουρός του είπε:
– Όταν φύγουν οι άλλοι, πήγαινε στο στάβλο και αν βρεις κανένα άλογο, καβάλησε και πήγαινε.
Όταν έφυγαν οι άλλοι πήγε το αγόρι στο στάβλο και βρήκε ένα άλογο. Ήταν όμως κουτσό και παραπατούσε. Ωστόσο το καβαλίκεψε και τράβηξε για το δάσος. Όταν έφτασε στο δάσος φώναξε τρεις φορές:
– Σιδερένιε Χανς! όσο πιο δυνατά μπορούσε και αντιλάλησαν οι πλαγιές και οι βράχοι.
Ο Χανς παρουσιάστηκε αμέσως και είπε:
– Τι θέλεις; Γιατί με φώναξες;
– Θέλω ένα γερό άλογο να πάω στον πόλεμο, να βοηθήσω και εγώ τον πατέρα της βασιλοπούλας που πολεμάει για την πατρίδα.
– Θα σου δώσω ένα άλογο και θα σου δώσω ακόμη και κάτι περισσότερο.
Ο σιδερένιος Χανς έφυγε. Και σε λίγο παρουσιάστηκε ένας ιπποκόμος με ένα υπέροχο πολεμικό άλογο. Τα ρουθούνια του ανοιγόκλειναν ανυπόμονα. Και από πίσω ακολουθούσε ένας ολόκληρος στρατός από ιππείς. Ήταν όλοι πάνοπλοι και τα ξίφη τους άστραφταν στον ήλιο.
Το αγόρι έδωσε το κουτσό άλογό του στον ιπποκόμο, καβάλησε το άλλο και μπήκε επικεφαλής των πολεμιστών του.
Όταν έφτασαν στο πεδίο της μάχης, είχαν κιόλας σκοτωθεί πάρα πολλοί από τους στρατιώτες του βασιλιά και οι υπόλοιποι ήταν έτοιμοι να υποχωρήσουν
Το αγόρι με το σιδερένιο στρατό του ρίχτηκε στη μάχη και άρχισε να χτυπάει τους εχθρούς σαν καταιγίδα. Τίποτα στο πέρασμά τους δεν έμενε όρθιο.
Οι αντίπαλοι πέταξαν τα όπλα και έτρεξαν να σωθούν αλλά το αγόρι τους κυνήγησε μέχρι και τον τελευταίο.
Μετά από τη μάχη όμως, αντί ο νεαρός να πάει να συναντήσει το βασιλιά έπειτα από το θρίαμβό του, πήγε τους πολεμιστές του πίσω στο δάσος και φώναξε πάλι τον σιδερένιο Χανς.
– Τι θέλεις; ρώτησε ο Χανς.
– Πάρε πίσω το άλογο και τους στρατιώτες και δώσε μου το δικό μου κουτσό άλογο.
Αυτό που ζήτησε έγινε αμέσως και έτσι ο νεαρός γύρισε με το κουτσό άλογο στο παλάτι.
Όταν ο βασιλιάς γύρισε νικητής, η κόρη του έτρεξε να τον προϋπαντήσει και να τον συγχαρεί για τη νίκη του.
– Δε νίκησα εγώ, είπε ο βασιλιάς, αλλά ένας νεαρός άγνωστος ιππότης που ήρθε με το στρατό να με βοηθήσει.
Η κόρη του τον ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο παράξενος ιππότης.
– Ούτε εγώ ξέρω. Δεν τον ξαναείδα. Έπειτα από τη μάχη έφυγε και ούτε να με χαιρετήσει δεν ήρθε.
Η βασιλοπούλα ρώτησε τον κηπουρό που ήταν το νεαρό αγόρι τόσες μέρες και δεν της πήγε λουλούδια. Ο κηπουρός γέλασε και της είπε:
– Πήγε κι αυτός να πολεμήσει με το κουτσό το άλογο και σήμερα γύρισε πίσω. Όλοι γελούσαν όταν το είδαν και του έλεγαν:
«Να ο λεβέντης μας με το κουτσό άλογό του».
Και τον ρωτούσαν σε ποιο φράχτη κρύφτηκε όσο οι άλλοι πολεμούσαν γιατί κανείς δεν τον είδε στη μάχη.
Εκείνος όμως απάντησε:
– Πολέμησα καλύτερα από κάθε άλλον. Χωρίς εμένα δεν ξέρω ποιος θα ήταν ο νικητής.
Ο βασιλιάς όμως ήθελε να μάθει ποιος ήταν ο άγνωστος ιππότης. Κάλεσε την κόρη του και της είπε:
– Θα κάνω μια μεγάλη γιορτή. Τρεις μέρες θα κρατήσει. Όταν έρθουν όλοι οι ιππότες, θα ρίξεις ανάμεσά τους ένα χρυσό μήλο. Ίσως έρθει και ο άγνωστος ιππότης να πάρει μέρος κι έτσι θα μάθουμε ποιος είναι.
Όταν κυκλοφόρησε η είδηση για τη γιορτή, το αγόρι πήγε στο δάσος και φώναξε τον σιδερένιο Χανς.
– Τι θέλεις; ρώτησε.
– Θέλω να πιάσω εγώ το μήλο που θα ρίξει η βασιλοπούλα.
– Αυτό θα γίνει, του απάντησε ο Χανς. Και θα σου δώσω και μια κόκκινη πανοπλία και ένα άλογο.
Όταν έφτασε η μέρα, το αγόρι φόρεσε την πανοπλία του, καβάλησε το περήφανο άλογο του και πήγε στο παλάτι όπου πήρε τη θέση του ανάμεσα στους άλλους ιππότες. Κανένας δεν τον αναγνώρισε.
Η βασιλοπούλα προχώρησε λίγο και έριξε το μήλο ανάμεσα στους ιππότες. Το αγόρι έπιασε το μήλο κι έφυγε καλπάζοντας. Κανένας δεν πρόφτασε να τον δει.
Τη δεύτερη μέρα ο Χανς έδωσε στο αγόρι μια κάτασπρη πανοπλία κι ένα υπέροχο άσπρο άλογο. Και πάλι ήταν ο μόνος που έπιασε το χρυσό μήλο. Όπως και την πρώτη φορά, το πήρε και κάλπασε μακρυά χωρίς να σταθεί.
– Αυτό δεν μπορεί να γίνεται, είπε θυμωμένος ο βασιλιάς. Πρέπει να παρουσιαστεί και να μου πει ποιος είναι.
Και έδωσε διαταγή, αν ο άγνωστος ιππότης ξανάφευγε με τον ίδιο τρόπο, να τον ακολουθήσουν, να τον πιάσουν και να τον φέρουν μπροστά του.
Την τρίτη μέρα το αγόρι πήρε από τον Χανς μια κατάμαυρη πανοπλία και ένα κατάμαυρο άλογο.
Και πάλι έπιασε το μήλο πρώτος και πάλι κάλπασε χωρίς να παρουσιαστεί στο βασιλιά. Αλλά οι άνθρωποι του βασιλιά τον ακολούθησαν και παρά λίγο να τον πιάσουν. Ένας μάλιστα τον πλήγωσε στο πόδι. Το βασιλόπουλο όμως κατάφερε να ξεφύγει. Το άλογό του κάλπαζε σαν αστραπή. Στο τρελό αυτό τρέξιμο, το κράνος του έπεσε από το κεφάλι του και όλοι είδαν τα ολόχρυσα μαλλιά του.
Γύρισαν λοιπόν πίσω και είπαν στο βασιλιά τι είχαν δει.
Την άλλη μέρα η βασιλοπούλα ξαναρώτησε τον κηπουρό για το βοηθό του.
– Δουλεύει στον κήπο, της είπε. Είναι πολύ παράξενος αλήθεια ο νέος. Έλειπε τρεις μέρες στη γιορτή και μόλις χτες το βράδυ γύρισε. Και μάλιστα έδειξε στα παιδιά μου τρία χρυσά μήλα.
Άμα άκουσε ο βασιλιάς αυτά τα λόγια, είπε του κηπουρού να του στείλει αμέσως τον βοηθό του.
Όταν το αγόρι παρουσιάστηκε, φορούσε πάλι το σκούφο του, μα η βασιλοπούλα τον πλησίασε και του τον έβγαλε. Τότε τα χρυσά του μαλλιά ξεχύθηκαν στους ώμους του και ήταν τόσο όμορφα που όλοι έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα από θαυμασμό.
– Εσύ είσαι ο ιππότης που ερχόταν στη γιορτή κάθε φορά με διαφορετική φορεσιά; Εσύ έπιασες και τις τρεις φορές το χρυσό μήλο; ρώτησε ο βασιλιάς.
– Ναι, απάντησε το βασιλόπουλο. Και να και τα μήλα, είπε, και έβγαλε από την τσέπη του και έδωσε στο βασιλιά τα τρία χρυσά μήλα. Και για να μην έχετε καμιά αμφιβολία, κοιτάξτε και την πληγή που μου έκαναν στο πόδι οι στρατιώτες σας που με κυνηγούσαν. Μα εγώ είμαι και ο ιππότης εκείνος που σας βοήθησε να νικήσετε.
Ο βασιλιάς και η βασιλοπούλα δεν πίστευαν στο αυτιά τους.
– Πες μου ποιος είναι ο πατέρας σου; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
– Πατέρας μου είναι ένας πανίσχυρος βασιλιάς και έχω στη διάθεσή μου όσο χρυσάφι θέλω.
Χάρηκε πολύ ο βασιλιάς και του είπε:
– Μεγάλη ευγνωμοσύνη σου χρωστούμε. Πες μου, τι δώρο θέλεις; Τι θα σε ευχαριστούσε;
– Το μόνο που θέλω, του απάντησε το αγόρι, είναι να μου δώσεις την κόρη σου για γυναίκα μου!
Η βασιλοπούλα, γεμάτη χαρά, πλησίασε το αγόρι και του έδωσε ένα φιλί.
Ο πατέρας του και η μητέρα του ήρθαν κι αυτοί στο γάμο και ήταν και αυτοί γεμάτοι χαρά γιατί από καιρό είχαν χάσει κάθε ελπίδα πως θα ξανάβλεπαν το αγαπημένο τους παιδί.
Καθώς κάθονταν όλοι στο τραπέζι, ξαφνικά η μουσική σταμάτησε, οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα και ένας όμορφος άντρας με βασιλική στολή μπήκε μέσα. Πλησίασε το βασιλόπουλο, το αγκάλιασε και του είπε:
– Είμαι ο σιδερένιος Χανς. Κάποια κακή μάγισσα με είχε καταδικάσει, μα εσύ έλυσες τα μάγια και με ελευθέρωσες. Τώρα είναι δικοί σου όλοι οι θησαυροί που έχω.
Ο σιδερένιος Χανς έμεινε ως το τέλος της ωραίας γιορτής.
Και από τότε έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…
Πληροφορίες για επιστημονική ανάλυση
Δείκτης | αξία |
---|---|
αριθμός | KHM 136 |
Δείκτης Aarne-Thompson-Uther | ATU Typ 502 |
Μεταφράσεις | DE, EN, EL, DA, ES, PT, HU, IT, JA, NL, PL, RU, TR, VI, ZH |
Δείκτης αναγνωσιμότητας από τον Björnsson | 33.2 |
Δείκτης Flesch-Reading-Ease | 30.5 |
Flesch – Kincaid Grade-Level | 12 |
Ευρετήριο Gunning Fog | 15.1 |
Δείκτης Coleman – Liau | 11.2 |
Ευρετήριο SMOG | 12 |
Αυτοματοποιημένος δείκτης αναγνωσιμότητας | 7.1 |
Αριθμός χαρακτήρων | 18.346 |
Αριθμός γραμμάτων | 14.651 |
Αριθμός ποινών | 232 |
Καταμέτρηση λέξεων | 3.195 |
Μέσες λέξεις ανά πρόταση | 13,77 |
Λέξεις με περισσότερα από 6 γράμματα | 622 |
Ποσοστό μακρύς λέξεων | 19.5% |
Αριθμός συλλαβών | 6.130 |
Μέσες συλλαβές ανά λέξη | 1,92 |
Λέξεις με τρεις συλλαβές | 770 |
Ποσοστό λέξεων με τρεις συλλαβές | 24.1% |