Χρόνος ανάγνωσης για παιδιά: 22 λεπτά
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν μια χώρα μακρυνή που είχε ένα βασιλιά. Και ο βασιλιάς αυτός είχε έναν πανέμορφο κήπο γύρω από το παλάτι του. Μέσα στον κήπο ήταν και μια μηλιά φορτωμένη με χρυσά μήλα. Όταν τα μήλα είχαν πια καλά ωριμάσει, ο βασιλιάς έδωσε διαταγή και τα μέτρησαν.
Την άλλη όμως μέρα πρωί-πρωί, ένα από τα χρυσά μήλα έλειπε. Πικράθηκε πολύ ο βασιλιάς όταν του το είπαν, και γι‘ αυτό αποφάσισε να βάλει έναν φρουρό να φυλάει τη μηλιά κάθε νύχτα.
Ο βασιλιάς είχε τρεις γιους και έτσι προτίμησε να στείλει το μεγαλύτερο γιο του να φυλάει τον κήπο, μόλις νυχτώνει. Κατά τα μεσάνυχτα όμως το βασιλόπουλο, νικημένο από τον ύπνο, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Το πρωί έλειπε πάλι ένα μήλο. Ο βασιλιάς ήταν έξαλλος.
Την επόμενη νύχτα, πήγε ο δεύτερος γιος του βασιλιά να φυλάξει τη μηλιά. Μα κι αυτό έπαθε το ίδιο. Όταν το μεγάλο ρολόι του παλατιού χτύπησε μεσάνυχτα, τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Το πρωί έλειπε κι άλλο χρυσό μήλο.
Ήρθε τώρα η σειρά του μικρότερου γιου. Ήταν έτοιμος να πάει φρουρός, μα ο πατέρας του ο βασιλιάς δίσταζε. Δεν του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Τόσο μικρός και αδύναμος που ήταν, πώς μπορούσε να πετύχει ό,τι δεν κατόρθωσαν οι άλλοι δύο του γιοι; Μα ο μικρός γιος επέμενε να πάει οπότε ο βασιλιάς είδε κι απόειδε και του έδωσε την άδεια. Έτσι πήγε και το μικρότερο βασιλόπουλο στον κήπο να φυλάξει τη μηλιά με την απόφαση να μην αφήσει τον ύπνο να τον νικήσει.
Το ρολόι του παλατιού χτύπησε μεσάνυχτα. Το βασιλόπουλο έμενε ξύπνιο. Ύστερα από λίγα λεπτά άκουσε ένα θρόισμα στον αέρα. Καθώς το φεγγάρι έριχνε το φως του στο έδαφος, είδε ένα χρυσό πουλί να πετάει. Το πουλί κάθησε στη μηλιά κι ετοιμαζόταν να κόψει ένα μήλο! Το βασιλόπουλο τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε προσεκτικά το πουλί και άφησε να φύγει το βέλος του.
Το πουλί πέταξε μακριά μα το βέλος το βρήκε στις φτερούγες κι ένα από τα χρυσά φτερά έπεσε δίπλα στη μηλιά. Ο πρίγκιπας πήρε το χρυσό φτερό και το πρωί το έδωσε στον πατέρα του και του διηγήθηκε όλα όσα είδε τη νύχτα.
Ο βασιλιάς κάλεσε αμέσως το συμβούλιο του και όλοι συμφώνησαν πως ένα τέτοιο φτερό είχε ανεκτίμητη αξία.
– «Αν το φτερό αυτό αξίζει τόσο πολύ», είπε ο βασιλιάς, «τότε ποια αξία θα έχει το χρυσό πουλί με τα τόσα φτερά του; Θέλω λοιπόν το χρυσό πουλί.
Ποιος μ’ αγαπάει πιο πολύ, που θα πάει να το βρει και να μου το φέρει;»
Πρώτος προσφέρθηκε ο μεγάλος του γιος. Είχε εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και ήταν βέβαιος πως πολύ γρήγορα θα έβρισκε το χρυσό πούλι και θα το έφερνε στον πατέρα του να τον καλοκαρδίσει. Ξεκίνησε αμέσως και αφού προχώρησε αρκετά, συνάντησε στο δρόμο μια αλεπού που καθόταν στην άκρη του δάσους. Τέντωσε το τόξο του αμέσως και τη σημάδεψε.
Η αλεπού του φώναξε:
– «Μη με χτυπήσεις. Κατέβασε το τόξο σου και άκουσέ με. Θα σου δώσω μια χρήσιμη συμβουλή για να βρεις το Χρυσό Πουλί. Μόλις αρχίσει να νυχτώνει, θα φτάσεις σ’ ένα χωριό. Εκεί θα δεις δύο πανδοχεία, το ένα απέναντι στο άλλο. Το ένα θα είναι κατάφωτο και θ΄ακούσεις τραγούδια και φώνες. Γίνεται μέσα μεγάλο γλέντι. Πρόσεξε καλά. Δεν πρέπει να πας σ’ αυτό το πανδοχείο. Να προτιμήσεις το άλλο, κι ας μη σου πολυαρέσει το εξωτερικό του».
«Πώς μπορεί ένα τόσο ανόητο ζώο να μου δώσει καλή συμβουλή;» σκέφτηκε ο γιος του βασιλιά. Τέντωσε το τόξο του και άφησε το βέλος του να φύγει. Μα δεν πέτυχε την αλεπού που πρόλαβε και χάθηκε μέσα στο δάσος.
Το βασιλόπουλο συνέχισε το ταξίδι του. Κατά το σούρουπο, όπως του είχε πει η αλεπού, έφτασε στο χωριό με τα δύο πανδοχεία. Στο ένα τραγουδούσαν, χόρευαν και γλεντούσαν. Το άλλο φαινόταν φτωχό και περιφρονημένο.
«Θα έπρεπε να είμαι τρελός», είπε μέσα του, «αν αποφάσιζα να πάω σ’ αυτό το άθλιο χάνι και όχι στο άλλο, το κατάφωτο και ομορφοστολισμένο που γλεντάει ο κόσμος».
Κι έτσι μπήκε στο πανδοχείο με τα γλέντια και τους χορούς. Εκεί κυλούσαν ευχάριστα οι μέρες μέσα στη διασκέδαση και την αφροντισιά. Το βασιλόπουλο ξέχασε και το πουλί και τον πατέρα του και ρίχτηκε με τα μούτρα στο γλέντι.
Πέρασε αρκετός καιρός και ο μεγάλος γιος του βασιλιά δεν είχε γυρίσει πίσω. Ξεκίνησε τότε ο δεύτερος για να βρει το Χρυσό Πουλί. Συνάντησε και αυτός, όπως ο μεγάλος του αδερφός, την αλεπού. Η αλεπού, πρόθυμη, του έδωσε την ίδια συμβουλή. Μα ούτε εκείνος την άκουσε!
Έφτασε στο χωριό με τα δύο πανδοχεία και είδε τον αδερφό του να στέκεται σ’ ένα παράθυρο του ομορφοστολισμένου πανδοχείου και να τον καλεί να μπει μέσα. Η μουσική, τα γέλια, οι χαρές και η διασκέδαση του έκαναν μεγάλη εντύπωση, όπως και σε κάθε περαστικό διαβάτη. Δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στην πρόσκληση του αδερφού του κι έτσι μπήκε μέσα και ρίχτηκε κι αυτός στο γλέντι και τη διασκέδαση και, πολύ γρήγορα, ξέχασε και το Χρυσό Πουλί και τον πατέρα του.
Πέρασε πάλι κάμποσος καιρός και ο τρίτος γιος του βασιλιά θέλησε να δοκιμάσει κι αυτός την τύχη του και να πάει να βρει το Χρυσό Πουλί. Μα ο πατέρας του δεν ήθελε να τον αφήσει.
– «Τα αδέφια σου δεν ξαναγύρισαν», του έλεγε. «Δεν θέλω να χάσω κι εσένα. Κι αν σε βρει καμιά κακοτυχία, δεν θα είσαι σε θέση να υπερασπίσεις τον εαυτό σου. Είσαι τόσο λεπτός κι αδύναμος».
Στο τέλος, επειδή ο γιος του δεν τον άφηνε ήσυχο, ο βασιλιάς του έδωσε την άδεια να φύγει. Η αλεπού και πάλι καθόταν στην άκρη του δασούς. Τον σταμάτησε, τον παρακάλεσε να μην τη σκοτώσει και του έδωσε την καλή της συμβουλή.
– «Ησύχασε, μικρή αλεπού! Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό», της είπε το καλόκαρδο βασιλόπουλο.
– «Δε θα το μετανιώσεις», του απάντησε η αλεπού. «Και για να φτάσεις γρήγορα στο χωριό και να μην κουράζεσαι, ανέβα πάνω στην ουρά μου».
Δεν είχε καλά-καλά ανέβει το βασιλόπουλο στην ουρά της αλεπούς κι άρχισε εκείνη να τρέχει. Πέρασαν φαράγγια και γκρεμούς και τα μαλλιά του βασιλόπουλου σφύριζαν στο δυνατό φύσημα του ανέμου. Όταν έφτασαν στο χωριό, το βασιλόπουλο κατέβηκε από την ουρά της αλεπούς. Ακολούθησε την καλή της συμβουλή και πήγε ίσια στο φτωχικό πανδοχείο χωρίς να ρίξει τα μάτια του γύρω του κι εκεί πέρασε ήσυχα τη νυχτά.
Το πρωί, λίγο πιο έξω από το χωριό, συνάντησε και πάλι την αλεπού. Η αλεπού τον χαιρέτησε και του είπε:
– Θα σου πω τώρα, τί πρέπει να κάνεις: τράβηξε ίσια εμπρός και θα φτάσεις σ’ έναν πύργο. Μη φοβηθείς καθόλου. Οι στρατιώτες θα κοιμούνται βαθιά και μάλιστα θα ροχαλίζουν. Πέρασε ανάμεσα τους και προχώρησε μέσα στον πύργο. Πέρασε όλα τα δωμάτια. Στο τέλος θα φτάσεις σ’ ένα διαμέρισμα και θα δεις το Χρυσό Πουλί μέσα σ’ ένα συνηθισμένο ξύλινο κλουβί. Κοντά του υπάρχει ένα ολόχρυσο κλουβί για στολίδι. Μα πρόσεξε καλά. Δεν πρέπει ούτε για αστείο να βγάλεις το πουλί από το ξύλινο κλουβί και να το βάλεις στο χρυσό. Αν δε μ’ ακούσεις θα το μετανιώσεις πικρά.
Ύστερα από αυτά τα λόγια η αλεπού τέντωσε πάλι τη ουρά της και το βασιλόπουλο κάθησε πάνω της και κρατήθηκε καλά. Άρχισε το τρελό τρέξιμο. Πέρασαν φαράγγια και βουνά και τα μαλλιά του βασιλόπουλου πάλι σφύριζαν στον άνεμο.
Έφτασαν τέλος στον πύργο. Ο μικρός γιος του βασιλιά τα βρήκε όλα ίδια και απαράλλαχτα όπως του τα είχε περιγράψει η αλεπού. Προχώρησε μέσα στον πύργο, πέρασε πολλά δωμάτια και ήρθε στο διαμέρισμα που βρισκόταν το Χρυσό Πουλί μέσα στο ξύλινο κλουβί. Κοντά του ήταν και το ολόχρυσο κλουβί και κάτω στο πάτωμα ήταν τα τρία χρυσά μήλα που είχε κλέψει από τη μηλιά. Όμως το βασιλόπουλο σκέφτηκε πως ήταν μεγάλη ανοησία ν’ αφήσει το Χρυσό Πουλί μέσα σ’ αυτό το συνηθισμένο ξύλινο κλουβί. Άνοιξε λοιπόν την πορτούλα, έπιασε το πουλί και το έβαλε στο χρυσό κλουβί. Μα μόλις το έβαλε, το πουλί έβγαλε μια διαπεραστική φωνή. Οι στρατιώτες ξύπνησαν, όρμησαν μέσα στο παλάτι, έπιασαν το βασιλόπουλο και το έβαλαν στην φυλακή. Την άλλη μέρα το πρωί τον οδήγησαν στο δικαστή του παλατιού να τον δικάσει. Εκεί ομολόγησε πως πήγε να κλέψει το Χρυσό Πουλί και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Τον λυπήθηκε όμως ο βασιλιάς και του είπε πως θα του χάριζε τη ζωή, με έναν όμως όρο. Και ο όρος αυτός ήταν, πως θα έπρεπε να του φέρει το Χρυσό Άλογο, που τρέχει γρηγορότερα και από τον άνεμο.
– Και αν μου φέρεις το Χρυσό Άλογο, του είπε ο βασιλιάς θα σου χαρίσω κι εγώ το Χρυσό Πουλί.
Έτσι το βασιλόπουλο ξεκίνησε με βαριά καρδιά. Ήταν πάρα πολύ λυπημένο, κι όλο συλλογιζόταν που θα έβρισκε το Χρυσό Άλογο. Ξαφνικά είδε τον παλιό του φίλο, την αλεπού, να περιμένει στο δρόμο.
– Βλέπεις; του είπε η αλεπού. Όλα τα παθαίνεις γιατί δεν με άκουσες. Δεν πειράζει όμως, μη χάνεις το θάρρος σου. Θα σε βοηθήσω πάλι και θα σου πω που θα βρεις το Χρυσό Άλογο. Θα τραβήξεις ίσια το δρόμο και θα φτάσεις σ’ ένα παλάτι. Στο στάβλο του είναι το Χρυσό Άλογο. Οι ιπποκόμοι θα είναι ξαπλωμένοι τριγύρω από το στάβλο, μα θα κοιμούνται βαθιά και θα ροχαλίζουν. Μη φοβηθείς. Έμπα στο στάβλο άφοβα και πάρε το Χρυσό Άλογο. Μόνο ένα πρέπει να προσέξεις: βάλε του την παλιά σέλα τη δερμάτινη και όχι τη χρυσή. Εκεί είναι κρεμασμένες και οι δύο. Πρόσεξε, αν δε μ’ ακούσεις θα μετανιώσεις. Έλα τώρα, ανέβα στην ουρά μου να φύγουμε.
Το βασιλόπουλο ανέβηκε στη ουρά της αλεπούς, κρατήθηκε καλά και ξεκίνησαν. Πέρασαν πάλι φαράγγια και βουνά, και ήταν τόσο τρελό το τρέξιμο που τα μαλλιά του βασιλόπουλου σφύριζαν πάλι στο δυνατό άνεμο.
Όλα ήταν απαράλλαχτα όπως τα είπε η αλεπού. Το βασιλόπουλο μπήκε στο στάβλο και βρήκε το Χρυσό Άλογο. Μα τη στιγμή που ετοιμαζόταν να του βάλει την παλιά σέλα, σκέφτηκε:
«Είναι κρίμα να μη βάλω αυτή την όμορφη χρυσή σέλα σ’ ένα τόσο ωραίο άλογο. Αυτή του αξίζει».
Μόλις ακούμπησε τη χρυση σέλα στην πλάτη του αλόγου, το ζώο άρχισε να χλιμιντρίζει δυνατά. Οι ιπποκόμοι ξύπνησαν, άρπαξαν το βασιλόπουλο και το πέταξαν στο πιο σκοτεινό κελί της φυλακής. Την άλλη μέτα το πρωί τον οδήγησαν στον δικαστή να τον δικάσει. Το βασιλόπουλο ομολόγησε πως πήγε να κλέψει το Χρυσό Άλογο και ο δικαστής τον καταδίκασε σε θάνατο. Ο βασιλιάς όμως και στη χώρα αυτή τον λυπήθηκε και υποσχέθηκε να του χαρίσει τη ζωή και να του δώσει το Χρυσό Άλογο, αν του έφερνε την πεντάμορφη βασιλοπούλα απο το Χρυσό Παλάτι. Το βασιλόπουλο ξεκίνησε πάλι με πολύ βαριά την καρδιά. Μα για καλή του τύχη συνάντησε σε λίγο την πιστή αλεπού.
– Θα έπρεπε να σε παρατήσω στην τύχη σου, του είπε η αλεπού, μα σε λυπάμαι και θα σε βγάλω από τη δύσκολη θέση σου άλλη μια φορά. Ο δρόμος αυτός πάει ίσια στο Χρυσό Παλάτι. Θα φτάσουμε εκεί κατά το βράδυ. Τη νύχτα η πεντάμορφη βασιλοπούλα, πριν να κοιμηθεί, θα πάει στο λουτρό να πάρει το μπάνιο της. Παραφύλαξε σε μια γωνιά και όταν τη δεις, πρόβαλε, πιάσε την από το χέρι και φίλησε την στο μέτωπο. Εκείνη θα σε ακολουθήσει τότε. Φύγετε αμέσως από το Χρυσό Παλάτι. Μόνο πρόσεξε καλά. Μην την αφήσεις με κανένα τρόπο να πάει στους γονείς της να τους χαιρετήσει. Άκουσε με. Αλλιώς μεγάλη συμφορά σε περιμένει. Έλα, ανέβα πάλι στην ουρά μου.
Το βασιλόπουλο κάθησε στην ουρά της αλεπούς, κρατήθηκε γερά και ξεκίνησαν. Πέρασαν πάλι βουνά και φαράγγια, κι έτρεχε η αλεπού τόσο πολύ που ο άνεμος έκανε τα μαλλιά του βασιλόπουλου να σφυρίζουν. Το βράδυ, μόλις είχε βασιλέψει ο ήλιος έφτασαν στο Χρυσό Παλάτι. Όλα ήταν απαράλλαχτα όπως τα είχε περιγράψει η αλεπού.
Το βασιλόπουλο περίμενε ώσπου νύχτωσε. Μπήκε στο παλάτι, κρύφτηκε όπως του είχε πει η αλεπού και όταν όλοι έπεσαν να κοιμηθούν και η όμορφη κόρη πήγε να πάρει το μπάνιο της, πήδησε ξαφνικά μπροστά της, την έπιασε από το χέρι και τη φίλησε στο μέτωπο. Εκείνη αμέσως του είπε πως ήταν πρόθυμη να τον ακολουθήσει. Τον παρακάλεσε όμως θερμά να την αφήσει να αποχαιρετήσει τους γονείς της. Στην αρχή το βασιλόπουλο αρνήθηκε, μα όταν η πεντάμορφη βασιλοπούλα άρχισε να κλαίει κι έπεσε στα πόδια του, της έδωσε επιτέλους την άδεια. Μόλις όμως η κόρη πλησίασε στο κρεβάτι του πατέρα της, ξύπνησαν μεμιας όλοι μέσα στο παλάτι, πιάσανε το βασιλόπουλο και το ρίξανε στη φυλακή.
Το άλλο πρωί ο βασιλιάς της χώρας εκείνης κάλεσε το βασιλόπουλο και του είπε:
– «Είσαι καταδικασμένος να πεθάνεις. Λυπάμαι όμως τα νιάτα σου. Θα σου χαρίσω τη ζωή, άμα βγάλεις από τη μέση αυτό το βουνό. Είναι, όπως βλέπεις, εμπρός στα παράθυρα του παλατιού μου και κρύβει όλη την ομορφιά. Σου δίνω προθεσμία οκτώ μέρες. Αν τα καταφέρεις θα σε παντρέψω με την πεντάμορφη κόρη μου, αλλιώς θα χάσεις το κεφάλι σου».
Το βασιλόπουλο άρχισε αμέσως τη δουλειά. Έσκαβε και φτυάριζε όλη τη μέρα και τη νύχτα χωρίς να ξεκουράζεται ούτε στιγμή. Την έβδομη μέρα, όταν είδε πόσο λίγη δουλειά είχε κάνει, απογοητεύτηκε και τον κυρίεψε μαύρη απελπισία. Κατά το βράδυ όμως παρουσιάστηκε ξανά η αλεπού και του είπε:
– «Δε σου αξίζει να σε βοηθήσω, γιατί πάλι δεν άκουσες τη συμβουλή μου, μα ας είναι. Ξάπλωσε λίγο να ξεκουραστείς. Θα σε αντικαταστήσω εγώ στη δουλειά».
Το πρωί, όταν ξύπνησε το βασιλόπουλο από τον βαθύ του ύπνο και κοίταξε ολόγυρα, δεν πίστευε στα μάτια του. Το βουνό είχε εξαφανιστεί!
Τρελός από χαρά έτρεξε στο βασιλιά και του είπε πως έσκαψε όλο το βουνό και το έβγαλε από τη μέση και πως τώρα πρέπει να κρατήσει κι αυτός το λόγο του και να του δώσει την κόρη του.
Έτσι το βασιλόπουλο και η πεντάμορφη κόρη του βασιλιά έφυγαν μαζί από το παλάτι. Ύστερα από λίγο συνάντησαν την πιστή αλεπού.
– Χωρίς αμφιβολία απόκτησες το καλύτερο από τα τρία πράγματα που ζητούσες, είπε στο φίλο της, μα το Χρυσό Άλογο ανήκει στην πεντάμορφη βασιλοπούλα, τη γυναίκα σου, και πρέπει να το πάρεις να της το χαρίσεις.
– Και πώς θα μπορέσω να το πάρω; ρώτησε το βασιλόπουλο.
– Ω, μη σπας το κεφάλι σου. Θα σου το πω εγώ, του απάντησε η αλεπού. Πρώτα από όλα, να πας την πεντάμορφη στο βασιλιά που σε έστειλε στο Χρυσό Παλάτι. Όταν θα παρουσιαστείς θα χαρούν πολύ που θα δουν τη βασιλοπούλα και αμέσως θα σου φέρουν το χρυσό φτερωτό άλογο. Να καβαλικέψεις χωρίς να χάσεις στιγμή και να αποχαιρετήσεις όλους με τη σειρά. Θα αρχίσεις από το βασιλιά κι έπειτα τους αυλικούς. Τη βασιλοπούλα θα τη χαιρετήσεις τελευταία. Και καθώς θα της σφίγγεις το χέρι, κράτησέ το γερά, τράβηξέ την γρήγορα πάνω στο άλογο και ξεκίνησε αμέσως. Κανένας δε θα μπορέσει να σε πιάσει γιατί το άλογο τρέχει γρηγορότερα κι από τον άνεμο.
Όλα έγιναν όπως τα είπε η αλεπού. Το βασιλόπουλο πήρε την πεντάμορφη βασιλοπούλα μαζί με το Χρυσό Άλογο. Λίγο πιο κάτω συνάντησαν πάλι την αλεπού. Η αλεπού τους χαιρέτησε και είπε στο βασιλόπουλο:
– Τώρα θα σε βοηθήσω να πάρεις και το Χρυσό Πουλί. Όταν θα πλησιάσεις στον πύργο που ζει το Χρυσό Πουλί, κατέβασε τη βασιλοπούλα από το άλογο. Μην ανησυχείς, θα φροντίσω εγώ γι’ αυτήν. Ύστερα με το Χρυσό Άλογο προχώρησε μέσα στην αυλή του πύργου. Μόλις σε δουν, θα ενθουσιαστούν και θα σου φέρουν το Χρυσό Πουλί. Όταν θα πάρεις στα χέρια σου το κλουβί, φύγε αμέσως με το Χρυσό Άλογο και έλα να πάρεις και τη βασιλοπούλα.
Όλα έγιναν όπως είπε η αλεπού. Τη στιγμή που το βασιλόπουλο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει για την πατρίδα του, η αλεπού του είπε:
– «Τώρα, καλέ μου φίλε, θέλω κι εγώ την αμοιβή μου για όσα έκανα για εσένα».
– «Και τί θα ήθελες;» ρώτησε το βασιλόπουλο.
– «Άκουσέ με καλά. Όταν θα πλησιάσουμε στο δάσος σε παρακαλώ πολύ να με σκοτώσεις. Είναι μεγάλο το καλό που θα μου κάνεις. Αφού με σκοτώσεις, σε παρακαλώ πολύ, κόψε τα τέσσερα πόδια μου και πέταξε τα. Αυτή τη μεγάλη χάρη ζητώ από σένα».
– Να σε σκοτώσω, να κόψω τα πόδια σου και να τα πετάξω; Έτσι θα σου δείξω την ευγνωμοσύνη μου; απόρησε το βασιλόπουλο. Όχι, τέτοιο έγκλημα δεν μπορώ να το κάνω.
Η αλεπού του απάντησε:
– «Κρίμα που δεν μου κάνεις τη χάρη που σου ζητάω. Και τώρα πρέπει να σε αφήσω. Μα πριν φύγω θα σου δώσω ακόμη μια συμβουλή. Φυλάξου από δύο πράγματα: Να μην εξαγοράσεις τη ζωή κακών ανθρώπων που αξίζουν να κρεμαστούν, και να μην καθήσεις στο πεζούλι κανενός πηγαδιού».
Μόλις η αλεπού είπε αυτά τα παράξενα λόγια, εξαφανίστηκε μέσα στο δάσος.
Το βασιλόπουλο έμεινε συλλογισμένο. «Παράξενο ζώο, αλήθεια, αυτή η αλεπού και παράξενα λόγια μου είπε! Και ποιος θα ήθελε να εξαγοράσει κακούς ανθρώπους και να τους σώσει από την κρεμάλα που τους αξίζει; Κι έπειτα γιατί να καθήσω στην άκρη ενός πηγαδιού; Ποτέ δε σκέφτηκα τέτοιο πράγμα».
Ξεκίνησε λοιπόν με την πεντάμορφη βασιλοπούλα. Ο δρόμος του τον έφερε στο χωριό που είχαν μείνει τα δυο αδέρφια του. Μόλις μπήκε στο χωριό, άκουσε από μακριά μεγάλο θόρυβο και φωνές. Ρώτησε τί συμβαίνει και του είπαν πως στήνουν τις κρεμάλες να κρεμάσουν δύο κακούργους.
Όταν πλησίασε περισσότερο, είδε πως οι ετοιμοθάνατοι ήταν οι δύο αδερφοί του. Είχαν σπαταλήσει όλα τα χρήματα τους και κατάντησαν να γίνουν κακούργοι για να βρίσκουν λεφτά και να γλεντάνε. Το βασιλόπουλο ρώτησε μήπως υπήρχε τρόπος να σωθούν.
– Ναι, του απάντησαν, αν πληρώσετε τα λύτρα που πρέπει. Μα για ποιο λόγο να πετάξετε τα δικά σας χρήματα για να εξαγοράσετε άθλιους ανθρώπους που δεν το αξίζουν;
Το βασιλόπουλο, χωρίς ούτε στιγμή να διστάσει, πλήρωσε τα λύτρα κι απελευθέρωσε και τους δύο αδερφούς του. Κι έτσι όλοι μαζί ξεκίνησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους.
Ύστερα από λίγο έφτασαν στο δάσος που είχαν συναντήσει για πρώτη φορά την αλεπού. Ο ήλιος έκαιγε την ώρα εκείνη. Λαχτάρησαν την όμορφη δροσιά κάτω από τα καταπράσινα δέντρα. Τότε είπε ο μεγαλύτερος αδερφός:
– «Ας καθήσουμε λίγο εδώ, κοντά στο πηγάδι, να ξεκουραστούμε κι έπειτα να φάμε και να κοιμηθούμε λίγο».
Το μικρό βασιλόπουλο συμφώνησε και καθώς κουβέντιαζαν ξέχασε τα λόγια της αλεπούς και χωρίς να φανταστεί τί τον περιμένει, κάθησε στο πεζούλι του δροσερού πηγαδιού. Οι δύο αδερφοί του, συνεννοημένοι, τον έσπρωξαν ξαφνικά προς τα πίσω και τον έριξαν μέσα στο πηγάδι. Αμέσως μετά ξεκίνησαν για το παλάτι. Πήραν φυσικά μαζί τους τη βασιλοπούλα, το Χρυσό Άλογο και το Χρυσό Πουλί.
– «Σου φέρνουμε», είπαν στον πατέρα τους, «όχι μόνο το Χρυσό Πουλί που ζήτησες. Σου φέρνουμε και το Χρυσό Άλογο και την πεντάμορφη βασιλοπούλα απο το Χρυσό Παλάτι».
Ο βασιλιάς χάρηκε πάρα πολύ και γιόρτασε λαμπρά την επιστροφή των παιδιών του και καμάρωνε για τα πολύτιμα πράματα που του έφεραν. Μα το Χρυσό Άλογο δεν ήθελε να φάει, το Χρυσό Πουλί δεν ήθελε να κελαηδήσει και η πεντάμορφη βασιλοπούλα κλείστηκε στο δωμάτιό της κι έκλαιγε νύχτα και μέρα.
Όμως το μικρό βασιλόπουλο δεν είχε χαθεί. Για καλή του τύχη, το πηγάδι που τον είχαν ρίξει ήταν στεγνό κι έπεσε πάνω σε χορτάρι χωρίς να πάθει τίποτα. Μα δεν μπορούσε να βγει από μέσα.
Και σ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή, η πιστή αλεπού δεν τον ξέχασε. Ήρθε στο πηγάδι, πήδησε μέσα και τον μάλωσε αυστηρά γιατί δεν άκουσε τις συμβουλές της.
– «Παρόλα αυτά, δε θα σε παρατήσω στην τύχη σου. Θα σε βοηθήσω να βγεις από δω μέσα. Κρατήσου γερά από την ουρά μου», του είπε και τον τράβηξε με κόπο επάνω.
– «Μη νομίσεις πως ακόμη και τώρα ξέφυγες από κάθε κίνδυνο», είπε η αλεπού. «Τα αδέρφια σου αμφιβάλλουν για το θάνατό σου κι έστειλαν ανθρώπους στο δάσος με την εντολή να σε σκοτώσουν άμα σε βρουν ζωντανό».
Το βασιλόπουλο ξεκίνησε για το παλάτι του πατέρα του. Στο δρόμο συνάντησε ένα φτωχό γέρο. Του έδωσε τα δικά του πλούσια φορέματα κι αυτός φόρεσε τα φτωχικά ρούχα του γέρου για να μην τον αναγνωρίσουν. Έτσι κατόρθωσε να φτάσει στο παλάτι.
Κανένας δεν τον αναγνώρισε. Τώρα το Χρυσό Πουλί άρχισε να κελαηδάει, το Χρυσό Άλογο άρχισε να τρώει και η όμορφη βασιλοπούλα σταμάτησε το κλάμα.
Ο βασιλιάς απόρησε πολύ.
– «Τί σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε.
Η βασιλοπούλα του απάντησε:
– «Δεν ξέρω. Ήμουν πολύ θλιμμένη και τώρα νιώθω μεγάλη χαρά μέσα μου. θέλω να τραγουδήσω. Μου φαίνεται πως ήρθε ο αγαπημένος μου».
Και τότε διηγήθηκε στο βασιλιά όλα όσα έγιναν, παρόλο που οι δύο αδερφοί την είχαν φοβερίσει πως θα τη σκότωναν αν τους πρόδιδε.
Ο βασιλιάς πρόσταξε να παρουσιαστούν αμέσως εμπρός του όλοι όσοι ήταν στο παλάτι χωρίς εξαίρεση. Ανάμεσα στους άλλους ήταν και το βασιλόπουλο. Φαινόταν σαν ένας φτωχός γέρος μέσα σ’ εκείνα τα κουρέλια και κανένας δεν του έδωσε σημασία. Μα η βασιλοπούλα τον γνώρισε μόλις τον είδε κι έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του. Ο βασιλιάς πρόσταξε να πιάσουν τους δύο κακούς αδερφούς και να τους κλείσουν στη φυλακή. Ενώ ο μικρότερος αδερφός παντρεύτηκε την πεντάμορφη βασιλοπούλα κι έγινε ο διάδοχος του θρόνου.
Και η φτωχή αλεπού τι απόγινε; Ύστερα από πολλές ημέρες το βασιλόπουλο βγήκε για κυνήγι και συνάντησε την αλεπού. Χάρηκε πολύ. Η αλεπού τον χαιρέτησε και του είπε:
– «Εσύ έχεις οτιδήποτε θα μπορούσες να επιθυμήσεις, μα εμένα το μαρτύριό μου είναι ατελείωτο. Στο χέρι σου είναι ακόμη να με σώσεις». Και άρχισε πάλι να παρακαλάει το βασιλόπουλο να τη σκοτώσει και να της κόψει τα πόδια και να τα πετάξει.
Το βασιλόπουλο με βαριά καρδιά δέχτηκε να κάνει αυτό που του ζητούσε η αλεπού με τόση επιμονή. Μόλις τη σκότωσε και της έκοψε τα πόδια, όμως, η αλεπού άρχισε να μεταμορφώνεται και να γίνεται άνθρωπος. Ήταν ο αδερφός της όμορφης βασιλοπούλας που επιτέλους ελευθερώθηκε από τη φοβερή κατάρα που τον βάραινε χρόνια πολλά!
Κι έτσι έζησαν όλοι τους χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι.
Πληροφορίες για επιστημονική ανάλυση
Δείκτης | αξία |
---|---|
αριθμός | KHM 57 |
Δείκτης Aarne-Thompson-Uther | ATU Typ 550 |
Μεταφράσεις | DE, EN, EL, DA, ES, PT, HU, IT, JA, NL, PL, RO, RU, TR, VI, ZH |
Δείκτης αναγνωσιμότητας από τον Björnsson | 32.7 |
Δείκτης Flesch-Reading-Ease | 31 |
Flesch – Kincaid Grade-Level | 12 |
Ευρετήριο Gunning Fog | 14.9 |
Δείκτης Coleman – Liau | 11.2 |
Ευρετήριο SMOG | 12 |
Αυτοματοποιημένος δείκτης αναγνωσιμότητας | 6.6 |
Αριθμός χαρακτήρων | 7.321 |
Αριθμός γραμμάτων | 5.850 |
Αριθμός ποινών | 100 |
Καταμέτρηση λέξεων | 1.275 |
Μέσες λέξεις ανά πρόταση | 12,75 |
Λέξεις με περισσότερα από 6 γράμματα | 254 |
Ποσοστό μακρύς λέξεων | 19.9% |
Αριθμός συλλαβών | 2.455 |
Μέσες συλλαβές ανά λέξη | 1,93 |
Λέξεις με τρεις συλλαβές | 312 |
Ποσοστό λέξεων με τρεις συλλαβές | 24.5% |