Χρόνος ανάγνωσης για παιδιά: 19 λεπτά
Μια φορά και έναν καιρό, η γυναίκα ενός πολύ πλούσιου ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Και όταν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, φώναξε κοντά τη μοναχοκόρη της και της είπε:
– Αγαπημένη μου κορούλα, να εξακολουθήσεις να είσαι καλή και να σέβεσαι το Θεό. Και εκείνος πάντοτε θα σε βοηθάει κι εγώ από ψηλά θα σε παρακολουθώ και θα σε προστατεύω.
Ύστερα από τα λόγια αυτά η μητέρα έκλεισε τα μάτια της και άφησε την τελευταία της πνοή.
Από τη μέρα εκείνη η ορφανή πήγαινε καθημερινά στον τάφο της μητέρας της κι έκλαιγε.
Θυμόταν τις συμβουλές την μητέρας της και ήταν πάντα καλή και θεοσεβούμενη.
Ήρθε ο χειμώνας και το χιόνι άπλωσε το άσπρο του σεντόνι πάνω στον τάφο. Και όταν ο ανοιξιάτικος ήλιος έριξε τις ακτίνες του και έλιωσε το χιόνι ο πατέρας της ορφανής ξαναπαντρεύτηκε.
Η καινούρια του γυναίκα έφερε στο σπίτι μαζί της τις δυο της κόρες. Ήταν ωραίες στη μορφή μα μαύρες στην ψυχή! Από τότε η ζωή της δύστυχης ορφανής έγινε βασανιστική.
– Αυτή η κουτή χήνα θα εξακολουθήσει να κάθεται μαζί μας στο τραπέζι; Όποιος θέλει να φάει ψωμί πρέπει να το κερδίζει με τον ιδρώτα του προσώπου του, της έλεγαν.
Σε λίγο της πήραν τα ωραία φορεματάκια της και την υποχρέωσαν να φορέσει ένα παλιό γκρίζο φόρεμα και ξυλοπάπουτσα.
– Για κοιτάξτε την περήφανη πριγκίπισσα! Τι ωραία που είναι ντυμένη, έλεγαν και την κορόιδευαν καθώς την πήγαιναν στην κουζίνα.
– Εδώ θα κάθεσαι, με την υπηρέτρια, της είπαν.
Η μικρή ορφανή ήταν πια υποχρεωμένη να κάνει τις πιο σκληρές δουλειές από την αυγή ως τη νύχτα. Σηκωνόταν πριν ακόμα ξημερώσει, κουβαλούσε νερό, άναβε τη φωτιά, μαγείρευε κι έπλενε.
Όμως οι δύο κακές θετές αδερφές δεν έμεναν ευχαριστημένες. Ολοένα την περιγελούσαν και τη βασάνιζαν με κάθε είδους πειράγματα που κατέβαιναν στο μυαλό τους. Έριχναν μέσα στη κουζίνα μπιζέλια και φακές και υποχρέωναν την άμοιρη κόρη να τα μαζεύει πάλι χωρίς να λείψει κανένα!
Το βράδυ αργά, κατάκοπη πια, δεν είχε πού να ξαπλώσει να κοιμηθεί και πήγαινε και ξεκουραζόταν δίπλα στο τζάκι, κοντά στις στάχτες. Και επειδή ήταν πάντα πασαλειμμένη με στάχτη και βρωμιές, την έλεγαν Σταχτοπούτα.
Κάποια μέρα ο πατέρας αποφάσισε να πάει στη μεγάλη πολιτεία. Ρώτησε λοιπόν τις δυο κακές αδερφές τι ήθελαν να τους φέρει στο γυρισμό.
– Ωραία φορέματα, είπε η μια
– Μαργαριτάρια και διαμάντια, είπε η άλλη.
– Κι εσύ, Σταχτοπούτα, τι θα ήθελες; τη ρώτησε ο πατέρας της.
– Πατέρα, απάντησε η κόρη, σε παρακαλώ να κόψεις το πρώτο κλαδάκι που θ’ ακουμπήσει πάνω στο καπέλο σου καθώς θα περνάς μέσα από το δάσος και να μου το φέρεις.
Πραγματικά, για τις δυο αδερφές αγόρασε ωραία φορέματα, μαργαριτάρια και διαμάντια. Και καθώς γύριζε πίσω καβάλα στο άλογο, μέσα από το καταπράσινο μικρό δάσος ένα κλαδάκι φουντουκιάς άγγιξε το καπέλο του και πάρα λίγο να του το βγάλει. Ο πατέρας θυμήθηκε την επιθυμία της Σταχτοπούτας, το έκοψε και το πήρε μαζί του.
Όταν έφτασε στο σπίτι έδωσε στις δυο κακές αδερφές ό, τι είχαν ζητήσει και στη Σταχτοπούτα το κλαδάκι της φουντουκιάς.
Η Σταχτοπούτα τον ευχαρίστησε και πήγε ίσια στον τάφο της μητέρας της. Εκεί φύτεψε το κλωναράκι. Και έκλαιγε πάρα πολύ κάθε φορά που πήγαινε στην αγαπημένη της μανούλα και έτρεχαν τα δάκρυά της και πότιζαν το κλωναράκι. Έτσι σιγά-σιγά ρίζωσε και έγινε ένα ωραίο δέντρο, μια φουντουκιά.
Η ορφανή πήγαινε κάθε μέρα στον τάφο της μητέρας της. Προσευχόταν γονατιστή και παρακαλούσε το Θεό να μην την εγκαταλείψει. Και κάθε μέρα, ένα κάτασπρο περιστέρι πετούσε και καθόταν στον πιο χαμηλό κλώνο της φουντουκιάς. Και ό, τι ζητούσε η Σταχτοπούτα έτρεχε το άσπρο περιστέρι και της το έφερνε αμέσως.
Μια φορά ο βασιλιάς του τόπου οργάνωσε μια μεγαλόπρεπη γιορτή. Τρεις μέρες θα κρατούσε η γιορτή. Και κάλεσε όλα τα όμορφα κορίτσια της χώρας του για να διαλέξει ο γιος του την κοπέλα που θα ήθελε να την κάνει γυναίκα και βασίλισσά του.
Όταν οι δυο κακές αδερφές άκουσαν πως ήταν κι αυτές προσκεκλημένες στη μεγάλη γιορτή χάρηκαν πάρα πολύ.
Κάλεσαν αμέσως τη Σταχτοπούτα και της είπαν:
– Καθάρισε τα παπούτσια μας, βούρτσισε τα μαλλιά μας και ετοίμασε τα φορέματά μας. Θα πάμε στο παλάτι του βασιλιά στη γιορτή.
Η Σταχτοπούτα έκανε όλα όσα της είπαν. Ύστερα πήγε σε μια γωνιά και έκλαψε πικρά γιατί κι αυτή ήθελε να πάει μαζί τους στο παλάτι. Ήταν πολύ μεγάλη η επιθυμία της και έτρεξε στη μητριά της και την παρακάλεσε να της δώσει την άδεια να πάει κι αυτή.
– Εσύ, Σταχτοπούτα, είπε η μητριά; Εσύ είσαι γεμάτη στάχτη και βρώμικη! Στη γιορτή εσύ; Μα δεν έχεις ούτε παπούτσια, ούτε φορέματα. Πώς τολμάς αλήθεια και ζητάς τέτοιο πράγμα; Πολύ αδιάντροπη είσαι.
Μα η μικρή ορφανή εξακολουθούσε να την παρακαλεί. Και τότε η μητριά της, για να την ξεφορτωθεί, της είπε:
– Καλά λοιπόν. Κοίταξε αυτό το βαθύ πιάτο. Είναι γεμάτο μπιζέλια. Θα τα σκορπίσω μέσα στα χόρτα στον κήπο. Αν καταφέρεις να μαζέψεις όλα τα μπιζέλια μέσα σε δύο ώρες θα σε πάρουμε μαζί μας.
Η κακιά μητριά σκόρπισε τα μπιζέλια στον κήπο. Η Σταχτοπούτα έτρεξε αμέσως στον κήπο από την πόρτα της κουζίνας και φώναξε:
– Σεις, καλά μου περιστέρια, σεις, τρυγόνια και όλα τα πουλάκια του καλού Θεού, ελάτε να με βοηθήσετε.
Και τότε δυο άσπρα περιστέρια πέταξαν χάμω στα χόρτα και πίσω απ’ αυτά ήρθαν τα τρυγόνια και όλα τα άλλα πουλάκια του καλού Θεού.
Σε λιγότερο από μια ώρα είχαν μαζέψει όλα τα μπιζέλια μπροστά στα πόδια της Σταχτοπούτας. Ύστερα πέταξαν και χάθηκαν.
Η ορφανή πήρε βιαστικά το πιάτο κι έτρεξε χαρούμενη στη μητριά της. Τώρα θα μπορούσε να πάει κι αυτή στο χορό μαζί τους.
Μα η μητριά της τής είπε ψυχρά:
– Όχι, Σταχτοπούτα, δεν έχεις φορέματα και δεν μπορείς να έρθεις. Όλοι θα γελάσουν μαζί σου και θα μας ρεζιλέψεις.
Η ορφανή κόρη άρχισε να κλαίει και η μητριά της, για να την ξεφορτωθεί, της είπε:
– Αν μπορέσεις να μαζέψεις δύο ολόκληρα πιάτα μπιζέλια που θα τα σκορπίσω μέσα στα χόρτα στον κήπο μέσα σε μια ώρα θα έρθεις μαζί μας.
Η μητριά της ήταν σίγουρη πως η Σταχτοπούτα δεν μπορούσε να καταφέρει ένα τέτοιο πράγμα. Σκόρπισε λοιπόν τα μπιζέλια στον κήπο κι έφυγε.
Η κόρη τότε βγήκε πάλι από την πόρτα της κουζίνας στον κήπο και φώναξε:
– Καλά μου περιστέρια και σεις, τρυγόνια, και όλα τα πουλιά του καλού Θεού, ελάτε να με βοηθήσετε.
Ήρθαν τα δυο άσπρα περιστέρια και πίσω τους τα τρυγόνια και όλα τα πουλάκια του καλού Θεού. Τα περιστέρια έσκυψαν τα όμορφα κεφαλάκια τους στα χόρτα κι έδωσαν το σύνθημα. Και τότε άρχισαν όλα μαζί να τσιμπούν τα μπιζέλια. Μέσα σε μισή ώρα είχαν τελειώσει. Έπειτα με ζωηρά φτερουγίσματα πέταξαν μακριά.
Η Σταχτοπούτα άρπαξε τα δυο πιάτα με τα μπιζέλια και πήγε στη μητριά της.
Ήταν βέβαιη πια πως θα την έπαιρναν μαζί τους.
Μα η μητριά της τής είπε με σκληρή φωνή:
– Άδικα χαίρεσαι. Δεν μπορείς να έρθεις στη γιορτή γιατί δεν έχεις φόρεμα και δεν ξέρεις να χορέψεις. Θα μας ντροπιάσεις αν σε πάρουμε!
Αυτά τα πικρά λόγια της είπε. Της γύρισε έπειτα την πλάτη κι έφυγε βιαστική με τις δυο κακές κόρες της.
Μόλις έφυγαν, η Σταχτοπούτα έτρεξε στον τάφο της μητέρας της. Γονάτισε κάτω από τη φουντουκιά που τόσο αγαπούσε και φώναξε:
Δεντράκι μου αγαπημένο,
τίναξε τα κλαδιά σου, σε παρακαλώ.
Ασημοχρυσαφένιο φόρεμα
στα πόδια να μου ρίξεις περιμένω».
Την ίδια στιγμή έπεσε μπροστά της ένα φόρεμα όλο ασήμι και χρυσάφι. Δεν πρόφτασε να το πάρει και είδε να πέφτει ένα ζευγάρι παπούτσια κεντημένα με μετάξι και ασήμι.
Ντύθηκε η Σταχτοπούτα όσο μπορούσε πιο γρήγορα και πήγε στη γιορτή. Οι δύο αδερφές και η μητριά της δεν την γνώρισαν έτσι όμορφα στολισμένη. Υπόθεσαν πως θα ήταν καμιά ξένη πριγκίπισσα. Τόσο όμορφη κι ευγενική φαινόταν με το ολόλαμπρο φόρεμά της και λαμπερή ομορφιά της. δεν τους πέρασε η παραμικρή σκέψη πως μπορεί να ήταν η Σταχτοπούτα. Πίστευαν πως η ορφανή θα καθόταν κοντά στο τζάκι.
Το βασιλόπουλο μόλις την αντίκρισε πήγε κοντά της, την πήρε από το χέρι και χόρεψε μαζί της. Όλη εκείνη τη μέρα ο πρίγκιπας δε χόρεψε με καμιά άλλη κι ούτε άφησε τη Σταχτοπούτα να φύγει από κοντά του.
Χόρεψαν όλη τη μέρα. Και όταν το βράδυ η Σταχτοπούτα θέλησε να γυρίσει στο σπίτι τη συνόδεψε το βασιλόπουλο.
Ήθελε να μάθει τίνος ήταν και πού καθόταν η όμορφη εκείνη κόρη. Μα η Σταχτοπούτα τού έφυγε και κρύφτηκε στον περιστερώνα.
Ο νέος γύρισε πίσω στο παλάτι πολύ λυπημένος και είπε πως η όμορφη κόρη που όλοι είχαν θαυμάσει χάθηκε ξαφνικά από τα μάτια του.
– Μου φαίνεται, είπε, πως κρύφτηκε σ’ έναν περιστερώνα.
Ανέβηκαν οι υπηρέτες και έψαξαν. Μα δε βρήκαν κανένα.
Έπειτα από λίγο, όταν η μητριά με τις δύο κόρες της γύρισαν στο σπίτι βρήκαν τη Σταχτοπούτα με τα ακάθαρτα ρούχα της να κάθεται δίπλα στη στάχτη ενώ μια λάμπα με θαμπό φως μόλις φώτιζε το δωμάτιο. Η Σταχτοπούτα έφυγε αθόρυβα από τον περιστερώνα και έτρεξε στη φουντουκιά, στον τάφο της μητέρας της. Εκεί έβγαλε το ωραίο φόρεμα και το ακούμπησε πάνω στον τάφο. Κατέβηκε το άσπρο περιστέρι, το πήρε και χάθηκε. Η Σταχτοπούτα φόρεσε πάλι το γκρίζο κουρελιασμένο φόρεμά της, γύρισε στο σπίτι και κάθησε κοντά στη στάχτη, δίπλα στο τζάκι.
Τη δεύτερη μέρα, όταν η γιορτή ξανάρχισε και οι γονείς της με τις δυο κακές αδερφές έφυγαν για το χορό, η Σταχτοπούτα πήγε πάλι στη φουντουκιά της γονάτισε και είπε:
Δεντράκι μου αγαπημένο,
τίναξε τα κλαδιά σου, σε παρακαλώ.
Ασημοχρυσαφένιο φόρεμα
στα πόδια να μου ρίξεις περιμένω».
Και το άσπρο περιστέρι έριξε από το δέντρο ένα ακόμη πιο λαμπρό φόρεμα από το προηγούμενο.
Και όταν παρουσιάστηκε η κόρη στη γιορτή μ’ αυτό το φόρεμα, όλοι έμεινα μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά στην τόση ομορφιά.
Ο πρίγκιπας την περίμενε. Και μόλις ήρθε έτρεξε κοντά της, την πήρε από το χέρι και χόρεψε μόνο μαζί της όλη τη μέρα.
Κανέναν άλλο δεν άφησε να χορέψει μαζί της.
Κατά το βράδυ η κόρη θέλησε να φύγει. Ο πρίγκιπας την πήρε από πίσω, με την ελπίδα να ανακαλύψει σε ποιο σπίτι έμενε. Η Σταχτοπούτα όμως κατάφερε να χαθεί μέσα στον κήπο, πίσω από το παλάτι. Καθώς έτρεχε είδε μια ωραία αχλαδιά φορτωμένη με τα πιο νόστιμα αχλάδια. Σκαρφάλωσε πάνω στο δέντρο και ο πρίγκιπας δεν μπόρεσε να τη βρει.
Απογοητευμένος γύρισε στο παλάτι. Και όταν τον ρώτησε ο πατέρας του ο βασιλιάς τι έχει, του είπε:
– Η άγνωστη κόρη χάθηκε πάλι μπροστά στα μάτια μου στον κήπο σα να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Θα βάλω να ψάξουν και την τελευταία γωνιά του κήπου.
Έβαλε τους υπηρέτες να ψάξουν παντού. Άδικα όμως. Πουθενά δεν τη βρήκαν.
Όταν η μητριά με τις δυο κακές κόρες της γύρισαν στο σπίτι βρήκαν τη Σταχτοπούτα, όπως πάντοτε, να κάθεται δίπλα στο τζάκι, στο συνηθισμένο της μέρος.
Η Σταχτοπούτα είχε προφτάσει να κατέβει από την αχλαδιά και να τρέξει στον τάφο της μητέρας της. Εκεί ξαναφόρεσε το γκρίζο φτωχό φόρεμα και γύρισε τρέχοντας στο σπίτι.
Την τρίτη μέρα, όταν οι άλλοι έφυγαν για το χορό, η Σταχτοπούτα έτρεξε στον τάφο της μητέρας της, γονάτισε κάτω από τη φουντουκιά και είπε:
Δεντράκι μου αγαπημένο,
τίναξε τα κλαδιά σου, σε παρακαλώ.
Μαλαματένιο φόρεμα
στα πόδια να μου ρίξεις περιμένω».
Το άσπρο περιστέρι αυτή τη φορά τη έριξε το πιο όμορφο, το πιο μεγαλόπρεπο φόρεμα σ’ όλο τον κόσμο. Τα παπούτσια της τώρα ήταν ολόχρυσα.
Όταν παρουσιάστηκε εκείνη τη μέρα στη γιορτή με αυτό το ολόχρυσο φόρεμα, στάθηκαν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο πρίγκιπας την πήρε κοντά του, χόρεψε μαζί της όλους τους χορούς και δεν άφησε κανέναν να χορέψει μαζί της.
Όταν νύχτωσε η πεντάμορφη Σταχτοπούτα θέλησε να φύγει το βασιλόπουλο έτρεξε να την παρακολουθήσει κρυφά μα η Σταχτοπούτα χάθηκε ξαφνικά από μπροστά του και στάθηκε αδύνατο να την παρακολουθήσει.
Το βασιλόπουλο φοβόταν ένα τέτοιο πράγμα και είχε πάρει τα μέτρα του. Ήθελε με κάθε τρόπο να μάθει ποια ήταν και πού καθόταν. Είχε διατάξει λοιπόν να αλείψουν την κεντρική σκάλα με κερί. Είχε την πεποίθηση πως καθώς η Σταχτοπούτα θα κατέβαινε τρέχοντας τη σκάλα θα κολλούσαν τα παπούτσια της. και πραγματικά, το ένα της γοβάκι κόλλησε και ξέφυγε από το πόδι της. Η Σταχτοπούτα, βιαστική όπως ήταν, δε στάθηκε να το πάρει. Το βασιλόπουλο, χαρούμενο, πήρε το χρυσό παπούτσι. Ήταν πολύ μικρό και πολύ κομψό.
Την άλλη μέρα κήρυκες διαλάλησαν σ’ όλη την πολιτεία πως η κοπέλα που έχασε το χρυσό γοβάκι της στο βασιλικό χορό θα γινόταν η γυναίκα του βασιλόπουλου.
Από το άλλο πρωί το βασιλόπουλο πήρε τα σπίτια με τη σειρά για να βρει την κοπέλα που ταίριαζε το χρυσό παπούτσι στο πόδι της.
Έτσι ήρθε και στο σπίτι της Σταχτοπούτας. Η μητριά της και οι δυο κακές κόρες της ενθουσιάστηκαν. Είχαν και οι δυο πολύ μικρά και πολύ ωραία πόδια.
Πρώτη μπήκε η μεγαλύτερη στο σαλόνι. Πήρε το χρυσό γοβάκι να το φορέσει. Η μητέρα της στεκόταν στο πλάι της. Όμως το πόδι της ήταν μεγάλο και δε χωρούσε το μεγάλο της δάχτυλο.
Τότε η μητέρα της τής έβαλε στο χέρι ένα μαχαίρι και της ψιθύρισε:
– Κόψε το δάχτυλο σου να χωρέσει το πόδι σου στο παπούτσι. Όταν θα γίνεις βασίλισσα δε θα χρειαστεί πια να περπατάς. Όλο με αμάξι θα πηγαίνεις.
Η κόρη της έκοψε το δάχτυλο, πίεσε το πόδι της να χωρέσει στο παπούτσι, έπνιξε τον πόνο της και πήγε στο βασιλόπουλο.
Το βασιλόπουλο την άνεβασε στο άλογό του, την πήρε μαζί του και έφυγε.
Μα τη στιγμή που περνούσαν από το μέρος που βρισκόταν ο τάφος της μητέρας της Σταχτοπούτας, τα δυο περιστέρια που κάθονταν πάνω στη φουντουκιά μίλησαν δυνατά και είπαν:
Πρίγκιπά μας, πού πηγαίνεις;
Ρίξε πίσω τη ματιά σου.
Αίμα θε να δεις πως στάζει.
Δεν είν’ τούτη η κυρά σου.
Η αληθινή μνηστή σου
είναι εκείνη που κρυμμένη
πως θ΄ ακούσει τη φωνή σου,
νύχτα μέρα περιμένει».
Το βασιλόπουλο κράτησε απότομα το άλογό του. Κοίταξε το πόδι της κόρης και είδε το αίμα που έσταζε. Κατάλαβε το λάθος του, γύρισε πίσω στο σπίτι της κόρης και είπε πως τον γέλασαν, πως δεν είναι αυτή η κόρη που έχασε το χρυσό γοβάκι.
Ήρθε τώρα η σειρά της δεύτερης κόρης να δοκιμάσει. Μπήκε στο δωμάτιο και κατάφερε να βάλει τα δάχτυλά της στο παπούτσι. Η φτέρνα της όμως έμενε απ’ έξω γιατί και αυτής το πόδι ήταν κάπως μεγάλο. Η μητέρα της, που στεκόταν κοντά της, της έδωσε ένα μαχαίρι και της ψιθύρισε:
– Κόψε λίγο τη φτέρνα σου. Όταν γίνεις βασίλισσα δε θα έχεις ανάγκη να περπατάς με τα πόδια. Θα τρέχεις όπου θέλεις με το βασιλικό σου αμάξι.
Η κόρη έκοψε ένα κομμάτι από τη φτέρνα της, πίεσε λίγο το πόδι της για να χωρέσει στο γοβάκι, έπνιξε τον πόνο της και παρουσιάστηκε στο βασιλόπουλο.
Το βασιλόπουλο την πίστεψε και την πήρε μαζί του.
Καθώς όμως περνούσαν από τον τάφο της μητέρας της Σταχτοπούτας άκουσε πάλι τα περιστέρια που του φώναξαν:
Πρίγκιπά μας, πού πηγαίνεις;
Ρίξε πίσω τη ματιά σου.
Αίμα θε να δεις πως στάζει.
Δεν είν’ τούτη η κυρά σου.
Η αληθινή μνηστή σου
είναι εκείνη που κρυμμένη
πως θ΄ ακούσει τη φωνή σου,
νύχτα μέρα περιμένει».
Το βασιλόπουλο κράτησε αμέσως το άλογο.
Κοίταξε το πόδι της κόρης και είδε πως έσταζε αίμα και πάνω στις κάλτσες είδε δυο κόκκινες βούλες. Κατάλαβε πως τον γέλασαν, γύρισε θυμωμένος στο σπίτι της κόρης και είπε στη μητέρα της:
– Προσέξτε καλά. Δεύτερη φορά με γελάσατε! Ούτε η δεύτερη κόρη σου είναι εκείνη που ψάχνω να βρω. Να έρθει η τρίτη κόρη τώρα να δοκιμάσει το παπούτσι.
– Τι λες, πρίγκιπά μου! είπε η κακή μητριά. Η τρίτη κόρη είναι ένα αδύνατο και ασθενικό πλάσμα που δε μπορεί να πάρει τα πόδια της. Αυτή ούτε ήρθε στο χορό. Δεν μπορεί λοιπόν να είναι αυτή η όμορφη κόρη με τα χρυσά γοβάκια.
Το βασιλόπουλο απάντησε πως ήθελε οπωσδήποτε να δει την τρίτη κόρη και είπε να στείλουν να τη φωνάξουν. Μα η μητριά είπε ταραγμένη:
– Όχι. Είναι πάρα πολύ βρώμικη. Δεν πρέπει να τη δείτε στα χάλια που βρίσκεται.
Μα το βασιλόπουλο ήταν αμετάπειστο. Τι να κάνουν λοιπόν, αναγκάστηκαν να καλέσουν τη Σταχτοπούτα.
Η Σταχτοπούτα έπλυνε τα χέρια της και το πρόσωπό της, ανέβηκε από την κουζίνα στο σαλόνι, έκανε μια χαριτωμένη υπόκλιση μπροστά στον ωραίο πρίγκιπα και πήρε από τα χέρια του το ολόχρυσο παπούτσι.
Κάθισε ύστερα σ’ ένα σκαμνάκι, εβγάλε από το πόδι της το ξυλοπάπουτσο και φόρεσε το κομψό γοβάκι. Της ήρθε στο πόδι θαυμάσια. Ήταν ολοφάνερο πως ανήκε σ’ αυτήν.
Και όταν σηκώθηκε όρθια και το βασιλόπουλο κάρφωσε τα μάτια του στο πρόσωπό της αναγνώρισε την όμορφη κόρη που είχε χορέψει μαζί του. Γεμάτος χαρά φώναξε:
– Αυτή είναι η κόρη που θα κάνω γυναίκα μου και βασίλισσα. Αυτή έψαχνα να βρω.
Η μητριά και οι δύο κακές αδερφές είχαν χάσει το χρώμα τους από το κακό τους. Μα ο πρίγκιπας, χωρίς να δώσει προσοχή σ’ αυτές πήρε την αγαπημένη του και έφυγε.
Καθώς περνούσαν κοντά από τη φουντουκιά, το αγαπημένο δεντράκι της Σταχτοπούτας, τα δύο άσπρα περιστέρια μίλησαν χαρούμενα και είπαν:
Κοίτα πίσω, Πρίγκιπά μου.
Αίμα πια δε θα δεις.
Είν’ μεγάλη η χαρά σου
γιατί μπόρεσες να βρεις
την πεντάμορφη μνηστή σου».
Την ίδια στιγμή πέταξαν τα δυο άσπρα περιστέρια από τη φουντουκιά και στάθηκαν το ένα στον δεξιό και το άλλο στον αριστερό ώμο της Σταχτοπούτας.
Όταν έφτασε η στιγμή να γίνει ο γάμος οι δυο μοχθηρές αδερφές έδειξαν πως χάρηκαν για την ευτυχία της Σταχτοπούτας και θέλησαν να πάρουν μέρος στην τελετή.
Την ώρα λοιπόν που η πομπή ξεκίνησε για την εκκλησία, η μεγαλύτερη αδερφή στάθηκε στα δεξιά της νύφης και η μικρότερη στα αριστερά.
Πέταξαν τότε τα δύο περιστέρια το ένα στη μεγαλύτερη αδερφή και το άλλο στη μικρότερη και τους ψιθύρισαν στο αυτί:
– Η Σταχτοπούτα είναι καλή και θα σας συγχωρήσει και εσάς και την κακή μητριά της, τη μητέρα σας. Να μάθετε όμως πως με την κακία σας τίποτα δεν κερδίσατε. Η τιμωρία σας θα είναι να βλέπετε βασίλισσα τη Σταχτοπούτα που τόσο τη βασανίσατε και την περιφρονήσατε.
Και πραγματικά, η Σταχτοπούτα με τη χρυσή καρδιά της τις συγχώρησε τις δύο αδερφές της και τους έκανε πλούσια δώρα. Ήταν τόσο ευτυχισμένη τώρα, και ποτέ δεν περηφανεύτηκε που έγινε βασίλισσα. Όλοι την αγαπούσαν.
Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα…
Πληροφορίες για επιστημονική ανάλυση
Δείκτης | αξία |
---|---|
Δείκτης Aarne-Thompson-Uther | ATU Typ 510A |
Μεταφράσεις | DE, EN, EL, DA, ES, FR, PT, FI, HU, IT, JA, NL, PL, RO, RU, TR, VI, ZH |
Δείκτης αναγνωσιμότητας από τον Björnsson | 33.4 |
Δείκτης Flesch-Reading-Ease | 30.1 |
Flesch – Kincaid Grade-Level | 12 |
Ευρετήριο Gunning Fog | 15.1 |
Δείκτης Coleman – Liau | 12 |
Ευρετήριο SMOG | 12 |
Αυτοματοποιημένος δείκτης αναγνωσιμότητας | 6.7 |
Αριθμός χαρακτήρων | 18.048 |
Αριθμός γραμμάτων | 14.179 |
Αριθμός ποινών | 258 |
Καταμέτρηση λέξεων | 2.998 |
Μέσες λέξεις ανά πρόταση | 11,62 |
Λέξεις με περισσότερα από 6 γράμματα | 654 |
Ποσοστό μακρύς λέξεων | 21.8% |
Αριθμός συλλαβών | 5.846 |
Μέσες συλλαβές ανά λέξη | 1,95 |
Λέξεις με τρεις συλλαβές | 781 |
Ποσοστό λέξεων με τρεις συλλαβές | 26.1% |